Αυτό που συμβαίνει με το θέατρο σήμερα στην Ελλάδα δεν μπορεί να εξηγηθεί
παρά με όρους «υπεροχής». Σε μια χώρα που δείχνει να μην έχει τίποτε να δώσει, κάποιοι δίνουν πέραν του «έχειν» τους και παράγουν κάτι υπέρ-οχο. Αυτή η «υπέρ του έχειν» (πάνω από το έχω) προσφορά των ανθρώπων του θεάτρου, κυρίως ηθοποιών, έχει φέρει τέτοιο πλούτο στις θεατρικές σκηνές που εντυπωσιάζει.
Μιλάμε για καταπληκτικές παραστάσεις από διάφορα σχήματα, όχι απαραίτητα τα γνωστά και όχι πάντα τα προβεβλημένα. Εντάξει, υπάρχουν και πολλές «μάπες», αλλά αυτές πάντα υπήρχαν. Το εντυπωσιακό είναι ο αριθμός και η ποιότητα των καλών έως και εξαιρετικών παραστάσεων.
Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι αρκετές από αυτές πραγματοποιούνται σε κενό οικονομίας, δηλαδή χωρίς τα απαραίτητα χρήματα, είτε από κάποια χρηματοδότηση (κρατική ή θεατρικο-επιχειρηματική), είτε από το ταμείο - αφού τα εισιτήρια αδυνατούν να καλύψουν πάντα το κόστος τους, παρόλο που το κοινό τους έχει κι αυτό αυξηθεί εντυπωσιακά.
Το κοινό του καλού θεάτρου, που παλιά αποτελούνταν από κυρίες και διαβασμένους, έχει εμπλουτισθεί πλέον από νέα κοινωνικά στρώματα και έχει ανανεωθεί με μια ισχυρή δόση νεολαίας, που δεν συνωστίζεται πια στις «πόρτες» των κλαμπ, έχοντας γυρίσει την πλάτη στον κόσμο του Κωστόπουλου και του lifestyle που «πέθανε τη χώρα», για να μυηθεί σε αυτόν του Μαρμαρινού και του «Πεθαίνω σαν χώρα».
Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι λεφτάδες που καθόταν πρώτο τραπέζι πίστα στα κλαμπομπούζουκα, δεν έκαναν ανάλογη στροφή, για να «σπονσοράρουν» αυτές τις παραστάσεις τώρα και να εισπράξουν τιμητική αναγνώριση ανάλογη και πιο σημαντική της πρωτο-τραπέζιας που είχαν.
(Η πλουτοκρατική τάξη στην Ελλάδα αποδείχθηκε, ακόμη μια φορά, καθυστερημένη και κλεπτοκρατική, αφού το μόνο που την ένοιαξε, όταν έσκασε η φούσκα, ήταν να βγάλει τα υφαρπαγμένα λεφτουδάκια της στην Ελβετία, από τη στιγμή που δεν μπορούσε να τα επιδεικνύει στο Λε Πα.)
Αγνοώντας την εθνική μιζέρια και την ιδιωτική τσιγκουνιά, τα παιδιά του θεάτρου τα δίνουν όλα, δίνουν περισσότερα και από αυτά που έχουν, για να παράγουν έναν ανεκτίμητο πλούτο εν μέσω μιας απέραντης φτώχειας. Πρόκειται για μια πράξη αυθυπέρβασης, όπως ακριβώς απαιτεί κάθε ποιητική πράξη, που μας ωθεί πέρα από τα ποσοτικά μας δεδομένα στα ποιοτικά μας ζητούμενα.
Πρόκειται για μια κίνηση υπεροχής, που μας παρακινεί να ξεπεράσουμε αυτά που έχουμε (να υπερ-έχουμε), για να προσεγγίσουμε αυτό που είμαστε.
Μπορεί το «έχειν» μας να γίνεται όλο και πιο λίγο, με την οικονομική ύφεση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και εμείς να λιγοστέψουμε αναγκαστικά, υποτασσόμενοι στο ζυγό της ανάγκης. Η θεατρική πλουτοπαραγωγή μάς δείχνει ότι, σε τέτοιους ειδικά καιρούς, το αδύνατο είναι το μόνο εφικτό.
ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΖΙΤΖΗΣ
Comments
RSS feed for comments to this post