΄΄Και μόνο για τη χαρά και την προοπτική που πρόσφερε στην Τρίτη ηλικία, ο Καπουτζίδης θα πάει στον παράδεισο… της τέχνης΄΄, έλεγα στους δημοσιογράφους που με ρώταγαν για την επιτυχία του ΄΄Παρά πέντε΄΄ και κείνοι με άκουγαν λιγάκι παραξενεμένοι. Ακόμα το πιστεύω.
Ασε πια τη χαρά που έδωσε σε δυο άξιες θεατρίνες, στα στερνά τους.
Μέσα από τη Θεοπούλα και τη Σόφη, η Τρίτη ηλικία ξανάγινε ενεργή και συμμετοχική, ισότιμη. Διεκδίκησε το μερίδιο στη ζωή που της ανήκει δικαιωματικά, όχι κρατώντας τα εγγόνια για να βγούνε βόλτα τα παιδιά όπως στην κοινωνία μας συμβαίνει, αλλά εφ΄όλης της ύλης.
Με τρυφερότητα και αίσθηση του χιούμορ, χωρίς διδακτισμό κανένα, ο Καπουτζίδης πέρασε το μήνυμα, διακριτικά και αποτελεσματικά πως δεν υπάρχει ΄΄αργά΄΄ για τίποτα. Οσο είσαι ζωντανός, σκέφτεσαι ως ζωντανός και φέρεσαι ανάλογα, χωρίς ταμπού και απαγορεύσεις. Με αίσθηση του μέτρου, κατά προτίμηση, όμως αυτό ισχύει για όλους.
Εγώ είμαι στερνοπαίδι. Οταν γεννήθηκα, ο πατέρας μου κόντευε τα 48. Η μάνα μου νεότερη, έντεκα χρόνια. Η αδερφή μου τέλειωνε το σχολείο, δεκαεφτά χρόνια μας χώριζαν, χωρίς άλλο παιδί ανάμεσα. Αυτά ήταν τα οικογενειακά μου δεδομένα και έζησα διπλή στοργή. Τίποτα απολύτως δε στερήθηκα λόγω ανημπόριας οποιασδήποτε μορφής απ΄τους δικούς μου. Είχα μονάχα ένα φόβο παραπάνω, μην τους χάσω.
Κατάφερα, κάποτε, να τους παρασύρω να πάμε στο Παρίσι. Χρόνια το σχεδιάζαμε και όλο κάτι τύχαινε. Μια άλλη ανάγκη έπρεπε να ικανοποιηθεί. Κείνα τα χρόνια, βλέπεις, τα ταξίδια στο εξωτερικό ήταν μονάχα για τους ευκατάστατους. Οταν βρέθηκα εκεί ως φοιτητής και είχα σπίτι επέμεινα. Γυρίσαμε παντού. Εγώ ήξερα την πόλη, υπήρχε κι αυτοκίνητο, καλή παρέα, όλα καλά.
΄΄Τι έκανες, Θεοπούλα, στο Παρίσι;΄΄, ρώτησε, με υπονοούμενο, ο νέος αλλά συντηρητικούλης Σπύρος. ΄΄Θραύση!΄΄ απάντησε, θυμάστε;
Θραύση εμείς δεν κάναμε αλλά χάρηκαν σα μικρά παιδιά οι δικοί μου κι ας μη τόδειχναν. Ρούφαγαν εικόνες και πολιτισμό σα σε όνειρο. Γαλήνια και απαλά. Με ωριμότητα.
΄΄Σ΄ευχαριστώ, παιδί μου΄΄ είπε ο πατέρας φεύγοντας. ΄΄ Ολα μας άρεσαν, χαλάλι η κούραση, περάσαμε καλά… αν και λιγάκι αργά΄΄, ψιθύρισε διστακτικά και λίγο μελαγχολικά, βάζοντας ασυναίσθητα το χέρι του στο μέρος της καρδιάς, στο πλέγμα των συναισθημάτων. ΄΄Αν είμαστε πιο νέοι,,,΄΄. Αργά; Γιατί αργά; Ενοιωσα έναν κόμπο. Δε γκρίνιαζε ποτέ, για τίποτα, από χαρακτήρα.
Τον λάτρευα. Και κείνος το ίδιο. Ηταν κι αγαπησιάρης, πράος, τρυφερός, βαθύς, σοφός. Δεν χόρταινες να τον ακούς. Αρεσε και στους φίλους μου. Και ενεργητικός μέχρι την τελευταία στιγμή.
΄΄Θέλετε δαμάσκηνα;’’ ρώτησε και δεν περίμενε απάντηση. Σκαρφάλωσε, σαν αίλουρος, στο δέντρο και κατέβασε τρεις χούφτες, μέσα στο πουκάμισό του. Λίγο μετά, τον πρόδωσε, όπως λένε, η καρδιά του, που ήταν γεμάτη συναισθήματα. Ξεχείλισε.
Τα μάτια του έλαμπαν και το κορμί του ανασκιρτούσε όταν περνούσα το κατώφλι, σε κάθε επιστροφή. Και βυθιζόμουν σε μια θάλασσα από αγάπη.
Εφυγα νωρίς από το σπίτι, δεκαεφτάμισυ χρονώ και μούλειπαν και οι δυο πολύ. Παιδί ήμουν ακόμα κι ας τόπαιζα, αναγκαστικά, μεγάλος και ώριμος. Μούλειπε η αγκαλιά της οικογένειας. Θεσσαλονίκη για σπουδές, μετά Παρίσι, φαντάρος όταν γύρισα κι αυτό ήταν. Εφυγε πριν απολυθώ.
΄΄Με συγκινούν οι γέροι΄΄ λέει ο ήρωας που παίζω στο θέατρο ετούτον τον καιρό. ΄΄Νομίζω ότι ο γέρος, την πρώτη φορά που σέρνει τα πόδια του, το κάνει συνειδητά, να δει πώς είναι. Και μετά ξαλαφρώνει. Απαλλάσσεται από το άγχος του χρόνου και σκύβει πια ελεύθερα, βρε αδερφέ!΄΄
Στο Παρίσι, στο σπίτι που έμενα, ζούσε μια γοητευτική γιαγιά, η Madame Jeanne, η θυρωρός. Εμενε στον έκτο, στα δωμάτια υπηρεσίας. Κοινόχρηστη τουαλέτα και τα λοιπά. Άλλο σύμπαν. Εξι όροφοι χωρίς ανελκυστήρα. Εμείς στο δεύτερο γκρινιάζαμε. Η Madame Jeanne ποτέ. Είχε κάνει και ΄΄τάμα πενίας΄΄ όταν το μοναχοπαίδι της σκοτώθηκε στον πόλεμο. Αρνήθηκε την τιμητική πολεμική του σύνταξη, που θα της έλυνε το πρόβλημα, με μια επιστολή λακωνική και κάθετη. ΄΄Το παιδί μου πέθανε για την πατρίδα. Καμαρώνω και αυτό μου φτάνει. Δεν δέχομαι να επωφεληθώ από τη θυσία του. Η μάνα του είμαι. Ευχαριστώ για την τιμή αλλά σας επιστρέφω τη σύνταξη.΄΄. Αυτή ήταν η Madame Jeanne. Θέλει κότσια για να το κάνεις. Ηταν 92 χρονώ όταν τη γνώρισα -ναι, 92- και δούλευε ακόμα, όσο μπορούσε. Και ανέβαινε αγόγγυστα τους έξι ορόφους. Τη ζωή…
Την εκτιμούσα απεριόριστα και πήγαινα αραιά και πού να της κρατήσω λίγη συντροφιά. Πίστευα, με την αλαζονεία της νιότης, πως της κάνω χάρη.
΄΄Ακου δω΄΄ μου είπε ήπια μα στιβαρά, μια μέρα. ΄΄Είσαι καλό παιδί, γι αυτό σε θέλω για παρέα. Αλλοιώς, δε θάχανα το χρόνο μου μαζί σου΄΄. Δε θάχανε το χρόνο της; Μου κόπηκε η ανάσα. Και ο τσαμπουκάς μαχαίρι. Το εννοούσε. Ποιος ξέρει τι ΄΄καθημερινή ανοησία΄΄ θα είχα ξεστομίσει για να την αναγκάσω να με βάλει, τρυφερά, στη θέση μου. Τώρα, που γέρασα και γω, καταλαβαίνω καλύτερα πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος για να τον σπαταλάς ΄΄στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία΄΄.
Στην είσοδο του μετρό, στη γειτονιά μου, έχει τον πάγκο της με τα κουλούρια, χειμώνα-καλοκαίρι, η κυρά Μαρία. Μια ομορφογύναικα ψηλή, λεπτή, γύρω στα εβδομηνταπέντε, περήφανη κι αρχοντική, με χιούμορ ολιγόλογο και περιεκτικό, υπέροχη και απολαυστική. Δεν ξέρω τίποτα γι αυτήν. Μόνο πως μου αρέσει να τη βλέπω, το χάραμα που πάω για μεροκάματο. Πού νάξερε πόσο καρδιοχτυπάω όταν λείπει, μην κι έπαθε τίποτα. Μπορεί να ζει και μόνη της, ποιος ξέρει. Μου ξεκινάει καλά τη μέρα η κυρά Μαρία. Μόνο που υπάρχει.
Ελεγα σε έναν μαθητή μου, στο Γυμνάσιο, που ήταν μεγάλος ο πατέρας του κι αυτό τον ενοχλούσε κάπως, των άλλων των παιδιών οι πατεράδες ήταν νέοι, για τον δικό μου. Ανακουφίστηκε, ο καλός μου. Ενοιωθε πιο λίγη μοναξιά και ξανοιγόταν.
΄΄Δεν παραδέχεται, μου έλεγε, ποτέ, πως κάτι έχει. Πως δεν μπορεί. Θέλει να τον βλέπουμε σα νέο. Δεν προσέχει.΄΄ Τον είχε έγνοια.
΄΄Και γω τον είχα έγνοια΄΄ του απάντησα. Υπήρχανε στιγμές που τον κοιτούσα κι έβλεπα όχι τον πατέρα μου μα το μικρό παιδί που έκρυβε μέσα του. Μουρχόταν να τον σφίξω στην αγκαλιά μου και να του πω μονάχα ΄΄Αχ, ρε πατέρα, αχ μωρέ Βασιλάκη μου, ποιος ξέρει τι λαχτάραγε και σένα η ψυχούλα σου, όταν ήσουνα παιδί, πόσα σου έφερε η ζωή, πόσα σου στέρησε…αλλά εδώ είμαι γω. Θα κάνουμε μαζί όσα δεν πρόλαβες, όσα δεν μπόρεσες. Δεν είναι αργά. Ποτέ δεν είναι αργά για την αγάπη. ΄΄
Υ.Γ. Τώρα που έγραφα το κείμενο, με αφορμή το φευγιό της Ειρήνης, της γιαγιάς του ΄΄Παρά πέντε΄΄, σκέφτηκα πως ίσως να οφείλεται, ασυναίσθητα, στον Καπουτζίδη η ιδέα μου να γράψουμε παραμύθια στο σχολείο με τα παιδιά, με θέμα τη μοναξιά, την ανημπόρια και το φόβο του θανάτου στην Τρίτη ηλικία και να πάμε να τα πούμε σε παππούδες και γιαγιάδες. Και το κάναμε. Καλά ήταν.
Αφιερωμένο στο γιο της αδερφής μου που έγινε πατέρας στην ίδια ηλικία με τον παππού του. Οικογενειακή παράδοση… Εύχομαι να δώσει και να πάρει ίδια αγάπη.
Το ποίημα του Καβάφη Οσο μπορείς, γραμμένο το 1913, έχει ζωή ενός αιώνα, μα δε γέρασε καθόλου.
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που vα γίνει σα μιά ξένη φορτική.
Δημήτρης Πετρόπουλος