Ξαφνικά, στην καρδιά του φθινοπώρου, μέσα από την ταραγμένη, σκουρόχρωμη θάλασσα των προβληματισμών, αναδύεται ως αντίδοτο στο μαύρο ένα «Chicago». Ένα σκανταλιάρικο θεατρικό κλείσιμο του ματιού, κεφάτο και στρασάτο, με πολύ περισσότερο χρώμα από αυτό που επιβάλλει η κλασσική, δωρική, «φοσσική» εκδοχή του. Δια χειρός Φασουλή και με all star cast- Καρύδη, Μαρκουλάκη, Τρύπη, Λουδάρο, Μαρινέλλα. «Δεν μπορούμε να βλέπουμε μόνο το «Μεγάλο μας τσίρκο», πρέπει και να φεύγει το μυαλό πού και πού», όπως μας λέει και ο Κωνσταντίνος.
Όχι ότι το «Chicago» στερείται προβληματισμού-το εντελώς αντίθετο συμβαίνει. Η «ρολς ρόις των μιούζικαλ», όπως το έχουν αποκαλέσει, διαδραματίζεται στην Αμερική την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, λικνίζεται με τις νότες της ατμοσφαιρικής τζαζ και, μέσα από ιστορίες βίας και μοιχείας, δοσμένες με ανάλαφρο τρόπο και απολύτως υπόγεια ειρωνεία, σατιρίζει την έλλειψη διορατικότητας και ειλικρίνειας των ΜΜΕ, τον κρατικό φαρισαϊσμό- λίαν επίκαιρο, λοιπόν, στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης- αλλά, κυρίως, την απίθανη εμμονή των ανθρώπων για δημοσιότητα. Έστω κι αν αυτή είναι αποτέλεσμα ενός...φόνου.
Ο Σίγμουντ Φρόιντ είχε μιλήσει για την «επιθυμία του μεγαλείου» ως ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα των πράξεών μας. Ο αμερικανός φιλόσοφος Τζον Ντιούι θεωρούσε ότι η βαθύτερη ορμή στην ανθρώπινη φύση είναι «η επιθυμία να είσαι σπουδαίος». Ο Άντι Γουόρχολ είχε αναφερθεί στα περίφημα 15 λεπτά δημοσιότητας. Με απλούστερα λόγια, «το χρήμα πολλοί εμίσησαν, τη δοξα ουδείς».
Αυτή, λοιπόν, είναι η σπονδυλική στήλη του «Chicago»: η πανανθρώπινη και πανάρχαιη δίψα για σπουδαιότητα, αναγνώριση, φήμη, διατρέχει το πολυβραβευμένο έργο από άκρη σ΄άκρη. Οι δύο φόνισες πρωταγωνίστριες, Βέλμα και Ρόξυ, αλλά και ο εγωπαθής δικηγόρος Φλυν που έχει αναλάβει να τις γλυτώσει από την κρεμάλα, διόλου δεν μισούν το χρήμα. Όμως, στην πραγματικότητα, ζουν και αναπνέουν για μια φωτογραφία στις εφημερίδες. Και το εύπιστο μελίσσι των δημοσιογράφων που τους ακολουθεί επίμονα, μέχρι να «σκάσει» η επόμενη ζουμερή είδηση που θα το παρασύρει σε άλλη κατεύθυνση, εξυπηρετεί ιδανικά τον σκοπό τους. Σας θυμίζει κάτι; Ναι, σας θυμίζει.
Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς, το «Chicago» ήταν επίκαιρο το 1975 που πρωτοανέβηκε στο Μπρόντγουει, γι’ αυτό έσκισε το 2002 στα Όσκαρ, όταν έγινε ταινία, γι΄αυτό εξακολουθεί να είναι επίκαιρο σήμερα. Γιατί μας αφορούσε και μας αφορά όλους:
δεν «γίναμε Σικάγο», δηλαδή. Ήμασταν, ανέκαθεν, από τη φύση μας.
Όσο για την ελληνική εκδοχή του 2012; Την παρακολουθείς πολύ ευχάριστα, λαμβάνοντας πάντα υπόψιν ότι στη χώρα μας δεν έχουμε παράδοση στο μιούζικαλ, όπερ σημαίνει ότι οι ηθοποιοί μας δεν είναι εκπαιδευμένοι σ΄αυτό το είδος. Άρα, εστιάζεις στον βαθμό φιλοτιμίας και στο πάθος τους (που στην παράσταση του «Παλλάς» ξεχειλίζουν) και παραβλέπεις τις όποιες ατέλειες- φωνητικές ή κινησιολογικές. Είναι ολοφάνερο ότι η Σμαράγδα Καρύδη, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, η Τάνια Τρύπη και ο Αντώνης Λουδάρος δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους σε μια δουλειά-πρόκληση, την οποία αντιμετώπισαν ευθύς εξ αρχής με γνήσιο κέφι. Σημαντικό, επίσης, να αναφέρω την πολύ καλή παρουσία της background ομάδας των ηθοποιών-χορευτών-τραγουδιστών. Σε ένα μιούζικαλ, οι «δεύτεροι» ρόλοι κουβαλούν έξτρα βάρος στους ώμους τους και η ομάδα του «Chicago» το σηκώνει με άνεση και επιδεξιότητα. Θα ήθελα, πάντως, την κυρία Μαρινέλλα πιο κυρίαρχη στη σκηνή, όπως πρέπει σε μία από τις σημαντικότερες ντίβες του ελληνικού τραγουδιού. Η αειθαλής φωνή της είναι, προφανώς, το βασικό της όπλο, αλλά η στάση σώματος και οι αμήχανες κινήσεις των χεριών προδίδουν ότι το μούδιασμα επί του θεατρικού σανιδιού δεν έχει ακόμα υποχωρήσει.
Μαρίνα Τσικλητήρα