Κάθε ταξίδι είναι μία μικρή περιπέτεια.
Ακόμα κι αν είναι οργανωμένο με περισσή φροντίδα, ακόμα κι αν διαρκεί μόλις τέσσερεις μέρες. Ειδικότερα, αν προορισμός σου είναι μια χώρα που ποτέ δεν έχεις επισκεφθεί και στόχος σου να δεις από κοντά μια σούπερ έκθεση σε μια εκπληκτική πινακοθήκη.
Πριν από δύο χρόνια, ταξιδέψαμε στο Μπιλμπάο και θαυμάσαμε μερικά από τα επιβλητικότερα έργα της Συλλογής Δημήτρη Δασκαλόπουλου ενταγμένα σε ένα μεγαλοπρεπές μουσείο, το Guggenheim. Φέτος, προσκληθήκαμε στο Εδιμβούργο, με αφορμή την έκθεση «Από τον θάνατο στον θάνατο και άλλες μικρές ιστορίες», στην οποία σμίγουν αρμονικά έργα της Εθνικής Πινακοθήκης Μοντέρνας Τέχνης της Σκοτίας με 60 από τα έργα της Συλλογής Δασκαλόπουλου. Το σκεπτικό πίσω από την έκθεση, που θα διαρκέσει έως τις 8 Σεπτεμβρίου, ήταν να αναδειχθεί «το σώμα ως κέλυφος της ψυχής», έτσι όπως το είδαν και εμπνεύστηκαν από αυτό σημαντικοί δημιουργοί της μοντέρνας και της σύγχρονης τέχνης, όπως ο Σαλβαντόρ Νταλί, ο Πάμπλο Πικάσο, ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο Πολ Ντελβό, η Λουιζ Μπουρζουά, η Κίκι Σμιθ, ο Τζόζεφ Μπόις, η Σάρα Λούκας, ο Ερνέστο Νέτο, ο Ρόμπερτ Γκόμπερ και άλλοι.
Ωραίοι τύποι
Το να πας στο Εδιμβούργο δεν είναι η ευκολότερη υπόθεση. Απευθείας πτήση δεν υπήρχε και οι ανταποκρίσεις των καλεσμένων της αποστολής (δημοσιογράφοι, γκαλερίστες κλπ) ήταν είτε μέσω Λονδίνου είτε μέσω Γερμανίας. Χωρίς να μπω σε πολλές λεπτομέρειες, θα σας πω ότι για πρώτη φορά άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως κάτι δεν πάει καλά στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, δηλαδή της παραδοσιακά αξιόπιστης γερμανικής Lufthansa, αφού το μάλλον επεισοδιακό μας πήγαινε-έλα περιλάμβανε καθυστερήσεις (που κόντεψαν να μας στοιχίσουν την ανταπόκριση της επιστροφής μας στην Αθήνα), μια βλάβη στο αεροπλάνο, μια χαμένη βαλίτσα (που ήρθε στα χέρια της αγωνιούσας κατόχου της το βράδυ πριν την αναχώρησή μας από το Εδιμβούργο!), μπέρδεμα στα εισιτήρια τουλάχιστον τριών συναδέλφων (δεν τους έβρισκαν στη λίστα των επιβατών!) και γενικότερα ένα άλφα άγχος.
Αυτά, όμως, ξεχνιούνται εύκολα και απομένει το πολύχρωμο απόσταγμα μιας εμπειρίας πολύτιμης και ζωογόνας. Γιατί δεν ήταν μόνο όσα είδαμε. Ήταν και όσα ακούσαμε από τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, έναν από τους κορυφαίους συλλέκτες σύγχρονης τέχνης παγκοσμίως (και Πρόεδρο του ΣΕΒ εδώ και χρόνια), που μας έκαναν να χαμογελάσουμε και να ελπίσουμε.
Θα ήταν, επίσης, παράλειψη να μην αναφερθώ στο «σκηνικό» της επίσκεψης, που ήταν το ίδιο το Εδιμβούργο: μια πόλη με ψυχή και ιστορία. Με ένα πανέμορφο κάστρο να δεσπόζει σε όλες τις εικόνες της. Με το άρωμα των malt και των διάσημων μπισκότων βουτύρου στην ατμόσφαιρα. Με τα πολύχρωμα καρό της. Με το χιόνι, το χαλάζι, τη βροχή και τη λιακάδα της να εναλλάσσονται παιχνιδιάρικα. Και, κυρίως, με τους κατοίκους της, που ζέσταναν την ψυχή μας με την ευγένεια, την προθυμία και το χαμόγελό τους. Τα πράγματα είναι ακριβώς όπως τα έχετε ακούσει: οι Σκοτσέζοι είναι ωραίοι τύποι.
Σώμα μου
Ο πρώτος σημαντικός μας σταθμός δεν είχε άμεση σχέση με το σκοπό του ταξιδιού, ήταν όμως ένα ακριβό δώρο για όσους αγαπούν την τέχνη: η Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας φιλοξενεί εκπληκτικούς πίνακες του Μονέ και του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, Ντεγκά και Τισιάνο, Ραφαέλ, Βελάσκεζ και Βον Γκογκ. Εκεί είχαμε την τύχη να θαυμάσουμε και το υπέροχο γλυπτό «Φιλί» του Ροντέν, το οποίο μόλις δανείστηκε η Πινακοθήκη από την Tate του Λονδίνου.
Δεύτερος σημαντικός σταθμός μας ήταν το πρωτοποριακό θέατρο Corn Exchange, όπου είδαμε την παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Πρώτη ύλη», παρουσιασμένη για πρώτη φορά στο στο Ηνωμένο Βασίλειο, για τα μάτια μας μόνο. Performance ενταγμένη απολύτως στο πνεύμα της έκθεσης ««Από τον θάνατο στον θάνατο και άλλες μικρές ιστορίες», αφού ο Παπαϊωάννου χρησιμοποιεί το κορμί (ή, μάλλον, τα δύο κορμιά, το δικό του και του άξιου συμπρωταγωνιστή του Μιχάλη Θεοφάνους) για να μιλήσει για την ανθρώπινη ταυτότητα και την ανάγκη, λόγω εποχής, επαναπροσδιορισμού της. Πολύ ενδιαφέρουσα η παράσταση (δεν την είχα δει στην Αθήνα), ευφυώς σκηνοθετημένη, άψοχη τεχνικά και ιδιαίτερα απαιτητική, αφού χρειαζόταν... ακροβατικές ικανότητες, συγχρονισμό και απόλυτη ακρίβεια από τους δύο χορευτές.
Μοντέρνο και σύγχρονο
Η Εθνική Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης της Σκοτίας δεν διαθέτει την άπλα του Guggenheim, όπερ σημαίνει πως τα έργα του Δ. Δασκαλόπουλου που επέλεξε ο επιμελητής της έκθεσης , Κιθ Χάτλεϊ, για να «δέσουν» με τα έργα της Πινακοθήκης ήταν, στην πλειοψηφία τους, μικρότερου μεγέθους. Όμως, ο τρόπος που «συνομιλούν» μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη είναι, στ΄αλήθεια, θαυμαστός. Οι καλλιτέχνες, καθένας με την προσωπική του γραφή, βρίσκουν τον τρόπο να ξεπεράσουν χρονικές αποστάσεις, εθνικά σύνορα και διαφορετικές προσωπικότητες και να μιλήσουν, μέσα από τη γλυπτική, την εγκατάσταση, τη ζωγραφική και το video art, μια γλώσσα κοινή. Μέσω ευφάνταστων, αναπάντεχων συχνά συνταιριασμάτων, η έκθεση «Από τον θάνατο στον θάνατο...» επιδιώκει να σκηνοθετήσει αντιπαραθέσεις μεταξύ εκφραστικών και μινιμαλιστικών μορφών, ρίχνοντας έτσι φως στους ποικίλους τρόπους με τους οποίους η τέχνη έχει έως σήμερα προσεγγίσει την έννοια του σώματος.
Τα έργα είναι ανατρεπτικά. Ορισμένα σοκάρουν, άλλα συγκινούν, άλλα σου κλείνουν πονηρά το μάτι-όλα, όμως, ενεργοποιούν τα φαιά σου κύτταρα. Μερικά, ίσως τα πιο ενδιαφέροντα, δεν αφηγούνται με την πρώτη ματιά την ιστορία τους και χρειάζεται να διαβάσεις την επεξήγηση για να αντιληφθείς τη σημασία τους. Όλα , όμως, σε αγγίζουν. «Έχω πάει 6 φορές στην έκθεση», μας είπε ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. «Κάθε φορά λες και είναι η πρώτη φορά. Θα μου πεις, είμαι προκατειλλημένος, αφού τα μισά έργα είναι δικά μου... Όμως, ειλικρινά νιώθω ότι είναι από τις ωραιότερες εκθέσεις που έχω δει ποτέ.»
Για τους Έλληνες
Το τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρηση, στη διάρκεια του δείπνου, είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο. «Υπάρχει το εξής ερωτηματικό», μας είπε. «Τι κάνεις Δασκαλόπουλε για την Ελλάδα; Λοιπόν, απο εδώ και πέρα συγκεντρώνω τη δραστηριότητά μου στην Αθήνα και στην Ελλάδα. Αυτό θα γίνει με το ίδρυμα που υπάρχει ήδη, ας το αποκαλέσω «οργανισμό», γιατί «ίδρυμα» είναι βαριά λέξη. Ο οργανισμός αυτός θέλουμε να φτιάξει θεσμούς, να δώσει ευκαιρίες σε πολλούς ανθρώπους και όσες περισσότερες μπορεί στο ελληνικό κοινό να έρθει σε επαφή και να εμπνευστεί από τη Σύγχρονη Τέχνη.»
Και τι θα γίνει με τον περίφημο χώρο που όλοι περιμένουμε εδώ και χρόνια να δημιουργηθεί ώστε να στεγάσει μόνιμα τα έργα της Συλλογής του; Είναι κάθετος: «Έχω αποφασίσει ότι δεν θα έχουμε δικό μας χώρο. Υπάρχουν αρκετοί δημόσιοι χώροι στην Ελλάδα όπου μπορούν να φιλοξενηθούν έργα αν ζητηθεί. Εχουμε ένα καινούριο ΕΜΣΤ, τη Biennale, το Μουσείο Μπενάκη... Γιατί να δημιουργήσω έναν δικό μου χώρο; Για να βάλω μια ταμπέλα με τ΄όνομά μου και να λέω «ελάτε να με θαυμάσετε»; Επιθυμώ να αλλάξω λίγο τη νοοτροπία στους δημόσιους φορείς μας.»
Και από προηγούμενες κουβέντες μαζί του και από αυτήν την τελευταία, ένα πράγμα έχω αντιληφθεί: ότι ο Δ. Δασκαλόπουλος δεν μασάει τα λόγια του. Και δεν έχει κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί την ευθύνη που φέρει ο ίδιος και η γενιά του (είναι 56 ετών), όχι μόνο στο πού έχει φτάσει η χώρα αλλά και στην «κακομαθησιά» της αμέσως επόμενης γενιάς. «Τα παιδιά μας είναι 20 χρονών και δεν έχουν ιδέα πώς να χειριστούν τις δυσκολίες», μας είπε. Επίσης, έχει πλήρη συναίσθηση του τι περιμένουν οι Έλληνες από έναν ευκατάστατο άνθρωπο όπως εκείνος. «Να διαθέσω χρήματα για να καλύψω άμεσες ανάγκες. Όμως, διαλέγω να τα επενδύσω για την εκπαίδευση και θα σας πω περισσότερα για το πρόγραμμά μας τον Ιούνιο. Για να βοηθήσω τη μεθεπόμενη γενιά, τα παιδιά των παιδιών μας.»
Είναι, άραγε, γόνιμες οι συνθήκες για ένα άνοιγμα στη σύγχρονη τέχνη, που ακόμα αντιμετωπίζεται με καχυποψία από μεγάλη μερίδα του ελληνικού κοινού; Πόσος χώρος υπάρχει γι΄αυτήν, τη στιγμή που ο καθένας μας αγωνιά για την καθημερινή του επιβίωση;
«Κι όμως, για μένα αυτή είναι η χρυσή ευκαιρία μας. Γιατί όσα ξέραμε γκρεμίζονται, και τα καλά και τα κακά», απαντάει. «Ευκαιρία, άρα, να μάθουμε καινούρια πράγματα. Να δούμε πώς θα στηριχτούμε ο ένας επάνω στον άλλον. Και το άνοιγμα του ευρέως κοινού στην τέχνη το θεωρώ σημαντικό, επειδή η τέχνη είναι βασική ανάγκη του ανθρώπου αλλά κι επειδή η κρίση θα βαστήξει πολύ καιρό. Τι άλλο , δηλαδή, να κάνουμε; Να σταματήσουμε τα πάντα περιμένοντας πότε θα ξανάρθουν οι καλές μέρες; Δεν ξέρω καν αν θα ξανάρθουν.»