Όλα άγνωστα από εδώ και πέρα.
Το σώμα και η ά-υλη ενέργειά του σε ξεχωριστές διαδρομές. Υπόγειες ή εναέριες. Δεν ξέρει κανείς. Μια πολύμηνη μάχη χαμένη. Μια πολύχρονη μάχιμη παρουσία στα βάθρα της νίκης, εκεί που αρχίζει και τελειώνει ο πνευματικός κορεσμός και η σοφία της συνεχούς αναζήτησης.
Τέλος. Τη στιγμή που το σχέδιο ήταν ήδη ολοκληρωμένο και το καλοκαίρι λίγο πριν την άφιξή του. Δεν έφυγε. Δε φεύγουν οι άνθρωποι που έχουν αποφασίσει ένα «δούναι και λαβείν ζωής» με τον κόσμο. Πέθανε γιατί το σώμα είναι επιρρεπές στη βλάβη. Εγκαταλείπει χωρίς τη συγκατάθεση του μυαλού. Εγκαταλείπει ψυχρά, στυγνά, κυνικά. Εγκαταλείπει μέσα στην άνοιξη που ακόμη και η μικρότερη μορφή ζωής παρακαλάει για μια παρατεταμένη παρουσία.
Το τελεσίδικο της απώλειας δε χωράει αξιοπρεπείς λυγμούς. Ο τελευταίος ασπασμός θα έχει αγριότητα. Μόνο αγριότητα. Γιατί η ροή συνεχίζει χωρίς να σκαλώνει στα κενά. Και το δικό του κενό είναι βαθύ και ακάλυπτο. Δεν μπορεί τίποτα να είναι όπως πριν. Ούτε το θέατρο στο στενό δρομάκι της Κυψέλης. Υπάρχει μια θέση που αιωρείται στο κενό. Και είναι η δική του.
Έλεγε ότι μισοφοβάται τον θάνατο γιατί είναι δύσκολο να ξεσυνηθίσει την επαφή με τον κόσμο.
Τον Λευτέρη Βογιατζή θα τον αποχαιρετίσουμε με εξαντλημένα σώματα και παραλυμένες φωνητικές χορδές. Δε φτάνουν οι αριστουργηματικές του στιγμές για να τον θυμόμαστε χωρίς πίκρα στο γλυκό χαμόγελο. Είχε ακόμη δρόμο μπροστά του..
Χρύσα Φωτοπούλου