ΚΙ ΑΣ ΕΓΙΝΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Του Αντώνη Μποσκοΐτη
Ο Λευτέρης Βογιατζής δεν κηδεύθηκε την Τετάρτη του Πάσχα του σωτηρίου έτους 2013 στην Αθήνα, αλλά τη Μεγάλη Παρασκευή, εφόσον η πιο ''βαριά'' ημέρα του χριστιανικού ημερολογίου σα να μετατοπίστηκε και να απόκτησε νόημα, ίσως για πρώτη φορά στη δική μου τουλάχιστον άθρησκη συνείδηση.
Από το πρωί κάτι είχε η ατμόσφαιρα: νεφελώδης, πνιγηρή, με ένα ασθενικό ψιλόβροχο. Κατευθυνθήκαμε προς το θεατράκι της οδού Κυκλάδων στην Κυψέλη, ξέροντας πως θα αντικρίσουμε για τελευταία φορά έναν άνθρωπο, που έκανε τομή στο νεοελληνικό θέατρο και τον πολιτισμό γενικότερα.
Δεν λέω ''να αποχαιρετίσουμε''...
Ο Βογιατζής κοιμόταν στην κλίνη του γαλήνια και ήρεμα. Θα ορκιζόμουν πως το πρόσωπο του δεν ήταν ωχρό, αλλά κόκκινο, ολοζώντανο, λες και το αίμα, άχρηστο πια για τη λειτουργία της καρδιάς του, μαζεύτηκε όλο εκεί, θέλοντας να απαλύνει τη σκληρότητα του θανάτου. Φορούσε κόκκινη γραβάτα και στα χέρια του κρατούσε το έργο ''Καθαροί πια'' της πεισιθάνατης Sarah Kane.
(Φωτογραφία: Μαρίζα Νικολάου)
Αυτό, σήμερα το πρωί, δεν ήταν κατευόδιο. Ήταν αναμονή στο ωραιότερο Μέγαρο Μουσικής του κόσμου λίγο πριν αρχίσει κάποιο κονσέρτο με τα ''Stabat Mater'' του Pergolesi. Ούτε καν εκκλησία, τυπική, ελληνορθόδοξη, με το συνήθως θορυβώδες τελετουργικό. Μια ησυχία, μια γαλήνη, μια περισυλλογή και μια εσωστρέφεια επικρατούσαν, όπως άρμοζαν στο μεγαλείο του έργου που μας κληροδότησε.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος μπήκε στο χώρο και με κινήσεις ιπποτικές προσκύνησε την κλίνη. Όταν λίγο μετά έβγαλε τα μαύρα γυαλιά που φορούσε, τα δάκρυα του ήταν αδύνατο να κρυφτούν.
Το ίδιο και των υπόλοιπων προσκυνητών, για την ακρίβεια των εκπροσώπων απ' όλους τους τομείς της ελληνικής τέχνης: της Ξένιας Καλογεροπούλου, της Δήμητρας Γαλάνη, του Δημήτρη Καταλειφού, του Μάριου Ποντίκα, του Παρασκευά Καρασούλου, του Χρήστου Λούλη, του Νίκου Κουρή, του Δημήτρη Ήμελλου, του Σπύρου Μπιμπίλα, της Αμαλίας Μουτούση, του Μένη Κουμανταρέα, του Θανάση Νιάρχου, του Γιώργου Λούκου, της Αγαθής Δημητρούκα, του Δημήτρη Παπαϊωάννου, του Δημήτρη Λιγνάδη και πολλών-πολλών άλλων ακόμη.
Από ποιον να ζητήσεις δηλώσεις τέτοιες ώρες; Ο Παντελής Βούλγαρης μού αρνείται ευγενικά. Το ίδιο και ο Διονύσης Φωτόπουλος. Μέσα στη συντριβή τους, καταφέρνω και παίρνω δυο λόγια από δύο νέους ταλαντούχους ηθοποιούς μας, τη Λουκία Μιχαλοπούλου και τον Μάνο Καρατζογιάννη.
''Συνεργάστηκα μαζί του σε τρεις διαφορετικές παραστάσεις'' λέει η Μιχαλοπούλου, τονίζοντας πως εκείνος ήταν η αιτία που θέλησε ν' ακολουθήσει το δρόμο της υποκριτικής και του θεάτρου. ''Ήταν ένα όνειρο ζωής να δουλέψω με τον Βογιατζή που εκπληρώθηκε με τον καλύτερο τρόπο και να που σήμερα αδυνατώ να συνειδητοποιήσω πού ακριβώς βρισκόμαστε''...
Ο Καρατζογιάννης, αν και δεν συνεργάστηκε ποτέ μαζί του, θεωρεί αδιανόητη την απουσία από το ''αντίο'' σε έναν καλλιτέχνη τέτοιου μεγέθους. ''Είναι μια μέρα δύσκολη'' δηλώνει ''για όλους όσοι είχαμε σημείο αναφοράς τον Βογιατζή και τις παραστάσεις του''...
Η κλίνη σηκώνεται στα χέρια για να μεταφερθεί στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών. Πρόκειται για πολιτική κηδεία, δεν ακολουθείται χριστιανικό τελετουργικό και, σύμφωνα με την κριτικό μουσικής Λιάνα Μαλανδρενιώτη, φίλη του Βογιατζή από τα προδικτατορικά χρόνια, ''ο Λευτέρης γλίτωσε και τη βαρετή Αναστάσιμη, λόγω εποχής, λειτουργία''.
Εκατοντάδες κόσμου ακολουθούν την πομπή. Ο δρόμος και η ανηφόρα είναι μεγάλη. Κάποιοι μένουν πίσω, στο προαύλιο του νεκροταφείου, οι περισσότεροι όμως συνεχίζουν. Η Ντόρα Μπακοπούλου, η σπουδαιότερη Ελληνίδα πιανίστρια, εντυπωσιάζεται από την περιρρέουσα κατανυκτικότητα: ''Ένα τέτοιο προσκύνημα δηλώνει πόσο ο λαός μας διατηρεί ατόφια ακόμη τη σχέση του με την Τέχνη, αλλά και τη σημαντική αίσθηση της αξιολόγησης της. Ο Βογιατζής είχε ένα βλέμμα που σε συναντούσε'' μας λέει, πηγαίνοντας νοερά 20 χρόνια πίσω τότε που δίδαξε πιάνο την Όλια Λαζαρίδου σε κάποιο ρωσικό έργο σε σκηνοθεσία Βογιατζή. Η Μπακοπούλου θυμάται επίσης μερικές απίστευτα λεπτομερειακές πρόβες του, στις οποίες είχε την ευκαιρία να παραστεί, αλλά και τη δίψα που τον διακατείχε για την τέχνη της μουσικής. Το τελευταίο το επιβεβαιώνει η συνθέτρια Λένα Πλάτωνος: ''Συναντούσα τον Βογιατζή στο στούντιο, όταν γράφαμε τις εκπομπές για τη Λιλιπούπολη, αλλά η γνωριμία μας πηγαίνει λίγα χρόνια πριν όταν σε μία παράσταση, στην οποία εκείνος πρωταγωνιστούσε κι εγώ έπαιζα στο πιάνο τη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, μου ζήτησε να μάθω και σ'αυτόν να παίζει πιάνο κάποια στιγμή''.
Τα βιβλία των συλληπητηρίων γεμίζουν και ανανεώνονται συνεχώς. Προλαβαίνω να διαβάσω λόγια σπαραξικάρδια ανθρώπων που εργάστηκαν κοντά του, ηθοποιών που ο ίδιος ζητούσε να απεξαρτηθεί το σώμα τους από τον σκηνικό χώρο, αξιώνοντας παράλληλα μία υπέρμετρη προσήλωση στην τέχνη της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας.
Το ύστατο ταξίδι του Λευτέρη Βογιατζή ξεκίνησε το μεσημέρι από το ζεστό ''σπιτικό'' του, το θέατρο της οδού Κυκλάδων και τερματίστηκε στην τελευταία κατοικία όλων των ημεδαπών ημίθεων. Για πρώτη φορά στην ιστορία, το λαϊκό προσκύνημα στη σορό ενός σκηνοθέτη του θεάτρου έγινε μέσα σε θέατρο. Επιθυμία δικιά του, συμβατή με τον αγώνα και το πιο δημιουργικό πάθος μιας ζωής, ταυτόσημη με την επιθυμία του άλλου μεγάλου εκλιπόντος, του Μιχάλη Κακογιάννη, να ταφεί στον προαύλιο χώρο του Ιδρύματος με τ' όνομα του.
Κι αν ακόμη δεν μπόρεσε να εκπληρωθεί η άλλη επιθυμία του Βογιατζή, η τελική ανάπαυση του δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη, το μόνο σίγουρο είναι πως ο ίδιος σκηνοθέτησε κυριολεκτικά την εξόδιο ακολουθία του. Αξιοπρεπώς, άνευ επικήδειων. Με σιωπή. Πολλή σιωπή. Κι άλλη τόση αγάπη να διαχέεται παντού.
(Αρχική φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης)