«Ο κόκκος της άμμου ήταν κάποτε κανονική πέτρα;»
Τα πόδια βουλιάζουν στους χρυσούς κόκκους, η θάλασσα πράσινη. Στεγνώνει στα βλέφαρά μου. Στύβω τον ήλιο την ώρα του πορτοκαλί χρώματος. Κερδίζω χρόνο και λίγη παραπάνω αθωότητα.
Μαζεύω πέτρες. Τις μαζεύω και τις ζωγραφίζω. Τις τοποθετώ στη σειρά στο μπαλκόνι. Κοντά στα γλαστράκια με τα ασθενικά φυτά. Ρίγανη, θυμάρι, ματζουράνα, μια ελιά και ένα έλατο. Δεν είναι τίποτα παραπάνω το δικό μου καλοκαίρι από αυτά. Η ρίγανη του βουνού (μου), οι πέτρες και η άμμος της πράσινης θάλασσας. Και ύστερα η δύναμη που υπερδιογκώνει την καρδιά και τα συμμετρικά μου φτερά. Το καλοκαίρι που δεν σκορπίζει ούτε η πιο ανάλαφρη ύπαρξη. Κανείς δεν σκορπίζει. Συγκεντρώνεται σε μια συμπαγή ύπαρξη ικανή να κάνει τον περίπλου της γης σε ταχύτητες φωτός. Έχει πλάκα το καλοκαίρι. Σε σπρώχνει στην αμετροέπεια και έρχεται ο Σεπτέμβρης και σε βαφτίζει «επίορκο». Και με το δίκιο του. Είναι όμορφο το καλοκαίρι αρκεί να έχεις αποφασίσει να πας με τα νερά της «πιο πράσινης θάλασσας». «Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να την αφαιρέσεις την αγκίδα της.» Από τον «Μικρό Ναυτίλο» που σήμερα ανακάλυψα ότι δεν βρίσκεται στη θέση του. Πάλι τον έχασα;
Χρύσα Φωτοπούλου