Θέλω ό,τι κουβαλάω και είναι,
αν είναι, χάρισμα να το διπλασιάσω. Δε θέλω να έχω τίποτα που εν δυνάμει μπορεί να χάσω, που είναι φθαρτό και χαλάει με το νερό, τον ήλιο, τον χρόνο, την πολλή χρήση. Θέλω να διπλασιάσω τα "συν", το θέλω. Με την σκέψη ότι όλα είναι σύντομα και πιο γρήγορα από μένα. Να ανταποδώσω την εύνοια και να μην αναβάλλω τίποτα. Είναι επικίνδυνο. Πολύ. Μια πολύ πολύ γνωστή φράση της Λαμπέτη, η αφορμή για αυτό το κείμενο. "Ο θεός μου ‘ δωσε πέντε και δεν τα ' κανα δέκα".
Το ωμό βλέμμα προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Πόσο θάρρος απαιτείται για να συνειδητοποιήσεις ότι όλο το λάθος είναι δικό σου και φταις, φταις γιατί έπεσες στην παγίδα ότι είσαι αθάνατος. Αυτή η γυναίκα ήταν σπάνια περίπτωση συγκεντρωτισμού ταλέντων. Σπάνια. Ζωγράφιζε, χόρευε, έπαιζε πιάνο, ήταν ηθοποιός, ήταν έξυπνη, έγραφε ωραίες προτάσεις, διάβαζε υπέροχα ( δανείζομαι την επικυρωμένη κουβέντα του Χορν), ήταν γοητευτική και όμορφη μέχρι να πεθάνει, ταλαιπωρημένη από την κακή αρρώστια.
Τι μεγάλη κουβέντα παραδέχτηκε και με τι δύναμη είπε "δε βαριέσαι, τώρα είναι αργά". Μην αφήσεις από τα χέρια σου να φύγει οτιδήποτε είναι ή έχει το σχήμα όπλου. Ποτέ μην το κάνεις. Για να μπορέσεις να αποφύγεις στο βάθος της ζωής σου εκείνο τον θόρυβο της μεταμέλειας που τρυπάει τα τύμπανα και την καρδιά.
"Η μεταμέλεια φοράει ξυλοπάπουτσα". Και εμείς δε θα ακούσουμε τον θόρυβό της γιατί θα έχουμε κάνει το καθήκον μας. Θα έχουμε φροντίσει. Επειδή το αντίθετο είναι μεγάλο κρίμα και η ζωή είναι μία. Η αναβολή αφορά όλους τους άλλους οργανισμούς, όχι όμως τον άνθρωπο που γνωρίζει ότι "δεύτερη ζωή δεν έχει".
Χρύσα Φωτοπούλου