Καθαροί πια
Κανείς δεν μου ζήτησε να γράψω κάτι για τον Λευτέρη Βογιατζή, ούτε και να εκφέρω κάποια γνώμη γι αυτόν. Ευτυχώς.
Οπότε, υποθέτω ότι το κείμενο αυτό, έχει ως αφετηρία μία ψυχική ανάγκη δική μου, που δεν υποκρύπτει κάποιαν υστερβουλία. Δεν είμαι καν σίγουρος, ότι το γραπτό μου έχει άμεση σχέση με την Τέχνη του Θεάτρου, αν και όταν αναφέρεσαι στον Λευτέρη Βογιατζή, ο συνειρμός είναι αυτόματος.
Εγώ θέλω να μιλήσω για έναν άνθρωπο πιο 'καλοκαιρινό' θα έλεγα, χωρίς η λέξη αυτή να σημαίνει μόνον την εποχή του θέρους. Τον Βογιατζή τον γνώρισα καλύτερα στην Άνδρο, που είναι "γενέθλιος τόπος" για μένα, για εκείνον δεν ήταν βέβαια, αλλά μ' έναν τρόπο έγινε, διότι την αγάπησε βαθιά.
Πάντοτε με το υπερφορτωμένο παπί του, με την Ειρήνη απο πίσω, ή μόνος, ερχόταν για να βρει το σπιτικό του, που κι αυτό το διάλεξε σε ενα εξαιρετικής ομορφιάς, αλλά απόκρημνο τοπίο στις Ανω Στραπουριές στην Εγκρεμνίστρα. Πώς αλλιώς?
Υπήρξαν λοιπόν, κάποιες συναντήσεις μας, που ενώ φαινομενικά δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερο, καθώς ως επι το πλείστον ήταν απροσχεδίαστες, τυχαίες θα έλεγε κανείς, εμπεριείχαν περιέργως όλα τα στοιχεία που γυρεύει κανείς απεγνωσμένα σε μιά θεατρική πρόβα και σπάνια τα βρίσκει: είχαν μιαν αίσθηση ανοίκειας οικειότητας, άδολης χαράς γιατί συναντιόμασταν σε αγαπημένο μέρος, χαλαρότητας λόγω της μη επαγγελματικής επαφής αλλά και της ίδιας της στιγμής, διαισθητικότητα γιατί κι οι δυό την διαθέταμε, "ωραίας σιωπής",- πράγμα σπάνιο και εντέλει μιάς αίσθησης ότι αυτά που δεν λέγονταν ήταν τα σημαντικότερα.
Μέσα απο το ήπιο παιδικό μα και οξύ βλέμμα του, είχα καταλάβει ότι μ' έναν τρόπο με αγαπάει κι έτσι ηρέμησα και απόλαυσα αυτές τις συναντήσεις.
Κάποτε γνώρισε και τα παιδιά μου και τα αγάπησε κι αυτά. Πολύ. Θυμάμαι μιά μέρα, γλυκό απόγευμα, είχα πάει για μπάνιο στα Γυάλια με τον γιο και την κόρη μου. Ενώ ήδη άρρωστος, εάν δεν απατώμαι, ήταν ευτυχής που θα κολυμπούσε στα κρυστάλλινα νερά. Απο μακριά κούνησε το χέρι χαιρετώντας με. Ο γιος μου ο Φίλιππος , γύρισε αμέσως και μου είπε: "κοίτα ήρθε ο φίλος σου!" Αιφνιδιάστηκα,γιατί έως τότε δεν είχα διανοηθεί να ονομάσω τον Λευτέρη φίλο μου. Απο την διαπίστωση του γιου μου όμως, συνειδητοποίησα σχεδόν αμέσως, οτι ναι(!), ήταν φίλος μου ο Λευτέρης. Είχα έναν φίλο. Καθόταν πολλές φορές μόνος σ' έναν βράχο λείο και ζεστό απο τον οποίον βουτάς κατευθείαν στο νερό, μ' ένα πάκο εφημερίδες Κυριακάτικες, τις οποίες έπαιρνε συνεχώς το μελτέμι κι εκείνος πάσχιζε επί ματαίω να συμμαζέψει: αυτές φεύγανε, αλλού τα ένθετα, αλλού τα καλλιτεχνικά, στη θάλασσα τα οικονομικά, (που αλλου?), όμως ενω αυτό τον νευρίαζε, ταυτοχρόνως του έδινε μιά τεράστια ηδονή.
Πρόπερσυ νομίζω, ήρθε για τελευταία φορά καλοκαίρι στην Άνδρο. Με το υπερφορτωμένο παπί και την Ειρήνη απο πίσω. Θυμάμαι έβαζα βενζίνη λίγο έξω απ´την Χώρα και τον είδα να´ρχεται:ο δυνατός αέρας κινδύνευε να τους ανατρέψει ανα πάσα στιγμή! Σε κάθε στροφή το παπάκι ταλαντευόταν. Αυτός όμως, γενναίος όπως κι η Ειρήνη, πήγαιναν σπίτι τους. Τον φώναξα δυνατά μέσα στις ριπές του μελτεμιού: "Λευτεερηηη!" Υπήρχε κάτι το απεγνωσμένο απο μέρους μου εις την κραυγήν αυτή. Σταμάτησε λίγο πιο κάτω. Με χαιρέτησε θερμά όπως πάντα και μου λέει: "μπορείς σε παρακαλώ Δημήτρη μου να πάρεις στο πορτ-μπαγκάζ σου την φιάλη του οξυγόνου της Ειρήνης γιατί δυσκολεύομαι?" Μιλάμε για τέτοια γενναιότητα. Έμεινα φοβισμένος για το επερχόμενο, αλλά και γεμάτος θαυμασμό για κείνο το πείσμα. "Πώς αλλιώς όμως", σκέφτηκα.
Τελευταία, έχω-όπως ίσως κι άλλοι φαντάζομαι-επηρεαστεί πολύ απο τον θάνατο του Λευτέρη. Βλέπω όνειρα διάφορα, και ξύπνιος μα και στον ύπνο μου. Σ'αυτά, ο Λευτερης με κοιτάζει πάντα πλάγια, μ'ενα βλέμμα γεμάτο μελαγχολική καλοσύνη, τρυφερή αυστηρότητα και διαπεραστικότητα.
Δεν έχω άλλα να πω, εκτός απο ένα πρώτο συμπέρασμα: έχω δει τις περισσότερες απο τις παραστάσεις του και φυσικά μπορώ άνετα να ισχυριστώ ότι μετά την "Σπασμένη στάμνα",μου αποκαλύφθηκε κάτι σε σχέση με το επάγγελμα,που ούτε υποψιαζόμουνα. Κατόπιν βεβαίως, άλλες με συγκίνησαν, άλλες όχι και τόσο, σε άλλες δεν ήμουν εγώ σε θέση να τις αντιληφθώ όταν παίχτηκαν και συνέβησαν μέσα μου πολύ αργότερα, και πάει λέγοντας.
Όμως- και σ'αυτό είμαι απόλυτος- καμιά παράσταση, καμιά πρόβα ποτέ μα ποτέ, δεν μπορεί να συγκριθεί με την σιωπή εκείνου του απογεύματος στα Γυάλια.