Αλκηστις, ο Αίας, η Ελένη
και ο Ιων. Τέσσερις ήρωες του αρχαίου δράματος δίνουν φέτος το παρών στην Επίδαυρο, αποδεικνύοντας ότι πλάι στα πασίγνωστα κορυφαία πρόσωπα των έργων του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη υπάρχουν και οι άλλοι, μεγάλοι αλλά λιγότερο διάσημοι ή δημοφιλείς. Και δεν είναι μόνον όσοι προαναφέρθηκανΩ πλάι σε αυτούς, είναι και ο Ιππόλυτος, ο Ρήσος, ο Ετεοκλής («Επτά επί Θήβας»), ο Ηρακλής και η Δηιάνειρα («Τραχίνιες»), ο Ηρακλής («Ηρακλής Μαινόμενος»), έργα, όπως οι «Ηρακλείδες» και οι αριστοφανικές κωμωδίες «Σφήκες» και «Ιππής», που δεν έτυχαν της «καριέρας» μιας Μήδειας, μιας Αντιγόνης, μιας Ηλέκτρας, ενός Προμηθέα, ενός Οιδίποδα ούτε ενός Φιλοκτήτη.
Το αρχαίο θέατρο της Αργολίδας, στα 42 χρόνια του φεστιβάλ, έχει γνωρίσει πολλές εκδοχές των πολυπαιγμένων έργων και πολύ λιγότερες των υπολοίπων. Πού οφείλεται η συχνή επανάληψη ορισμένων τραγωδιών και κωμωδιών; Είναι το θέμα και η επικαιρότητά του ή ο ρόλος που οδηγούν ένα έργο του αρχαίου δράματος στη φήμη και στη δόξα και τα υπόλοιπα όχι; Και όταν αναφερόμαστε σε μεγέθη όπως αυτά των τραγικών ποιητών, μπορούμε να μιλάμε για τραγωδίες με λιγότερη ή περισσότερη αξία, για έργα"πρώτης ή δεύτερης διαλογής";
* Ομοιότητες
και διαφορές
«Μεγάλα έργα δεν είναι μόνο αυτά που έχουν μεγάλους ρόλους», λέει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, μεταφραστής και κριτικός θεάτρου. «Το θέμα είναι ποια από αυτά αποτέλεσαν παράδοση και μόδα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, αλλά, κυρίως, ποια από αυτά αποτελούν εκπαιδευτικά κείμενα, ποια διδάσκονται στα σχολεία και στα πανεπιστήμια και δίνουν λαβή για κοινωνιολογικές, ψυχαναλυτικές, ιστορικές ή νομικές αναλύσεις». Από το γυμνάσιο και το λύκειο ήδη η «Αντιγόνη» και ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, ο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου ή η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη γίνονται «πρόσωπα» οικεία και γνώριμα. «Πρόκειται για έργα με ευρύτερες επιπτώσεις στην κουλτούρα, για τα οποία υπάρχουν πολλές πηγές». Και αναφέρει, για παράδειγμα, την «Αντιγόνη» που αποτέλεσε βάση της γερμανικής φιλοσοφίας του Εγελου και του Χάιντεγκερ.
Στο μέγεθος, στη θεματολογία αλλά και στην τραγικότητα του ήρωα στέκεται ο σκηνοθέτης του Θεάτρου Τέχνης Μίμης Κουγιουμτζής. «Αυτά είναι στοιχεία που ελκύουν σκηνοθέτες και ηθοποιούς για να ανεβάσουν μια τραγωδία. Και ακόμη ο ίδιος ο μύθος βαραίνει στις επιλογές». Ωστόσο, όπως παρατηρεί, τα μεγέθη αυτά υποχωρούν σε ορισμένες τραγωδίες (εκείνες που δεν παίζονται συχνά) ίσως γιατί «είναι από τη φύση τους πιο αδύναμες». «Βέβαια», προσθέτει, «και η φιλοδοξία του ηθοποιού να παίξει έναν ρόλο λειτουργεί ως πόλος έλξης, ενώ για έναν σκηνοθέτη πιστεύω ότι έλκεται περισσότερο από ένα έργο που δεν έχει αναφορές από παλιότερες παραστάσεις, γιατί έτσι έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει και να αφήσει, ενδεχομένως, τη σφραγίδα του».
Οσον αφορά όμως την έλξη ενός ηθοποιού από έναν «μεγάλο» ρόλο, είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ετεοκλή, ο οποίος, αν και διαπερνά απ' άκρη σ' άκρη την αισχύλεια τραγωδία «Επτά επί Θήβας», δεν επιλέγεται συχνά από πρωταγωνιστές, με αποτέλεσμα να μην έχει τύχει πολλαπλών ανεβασμάτων. Είναι ενδεικτικό ότι ο Αλέξης Μινωτής δεν τον ερμήνευσε ποτέ. Ο Νίκος Καζής πρωτόπαιξε, το 1968 στην Επίδαυρο τον Ετεοκλή, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Το 1975, στο Ηρώδειο το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε την τραγωδία, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, με τον Γιώργο Λαζάνη, Ετεοκλή. Το 1981 και το 1987 το Εθνικό ανέβασε την παράσταση (με τον Τάκη Βουλαλά, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους και με τον Κώστα Καρρά σε σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα). Πριν από δύο χρόνια τον ρόλο ερμήνευσε ο Στέφανος Κυριακίδης σε μια παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, ενώ πέρυσι είδαμε τον Νικήτα Τσακίρογλου στην παράσταση του Αμφι-Θεάτρου, στα πλαίσια των Επιδαυρίων.
* Οι κωμωδίες
του Αριστοφάνη
Στον Αριστοφάνη το θέμα είναι εκείνο που έχει καθορίσει την ως τώρα δημοτικότητα των κωμωδιών του. «Στους "Σφήκες"», λέει ο Κ. Γεωργουσόπουλος, «αν και το πολιτικό θέμα που θίγεται η δικομανία είναι σημαντικό, δεν είναι πια εξίσου επίκαιρο. Παράλληλα, νομίζω ότι δεν διαθέτει την ευφυΐα των ευρημάτων του Αριστοφάνη, ενώ η σάτιρά του δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή». Οι «Σφήκες» ανέβηκαν πέρυσι από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, σε σκηνοθεσία Κώστα Φαρμασώνη.
Οσο για τους «Ιππής», είναι χαρακτηριστικό ότι επανέρχονται στη σκηνή κάθε φορά που υπάρχει πολιτική κρίση και αντιπαλότητα δύο ηγετικών φυσιογνωμιών. Αν και ο «Πλούτος», η τελευταία (από τις σωζόμενες) αριστοφανική κωμωδία, έχει πολλές παραστάσεις στο ενεργητικό της, δεν ανεβαίνει συχνά στην Επίδαυρο (προτιμάται από τα περιφερειακά θέατρα)Ω πιο πρόσφατη παραγωγή ήταν αυτή του Θεάτρου Τέχνης (1994) από τον Μίμη Κουγιουμτζή. Την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε και από το Εθνικό Θέατρο (Ηρώδειο), σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Ο Μ. Κουγιουμτζής πιστεύει ότι δεν παίζεται συχνά επειδή είναι «πιο αδύναμη κωμωδία, καθώς το έργο είναι ελλιπές».
* Ο Ευριπίδης
και οι «ειρωνικές»
Ορισμένα από τα έργα του Ευριπίδη δεν μπορούν να εκληφθούν ούτε ως καθαρές κωμωδίες ούτε ως καθαρές τραγωδίες: «Είναι οι λεγόμενες "ειρωνικές" τραγωδίες του», λέει ο Κ. Γεωργουσόπουλος. «Στα έργα αυτά η δομή δεν ανταποκρίνεται στο στερεότυπο της τραγωδίας. Συνήθως έχουν ένα ευτυχές τέλος, ενώ ο ήρωας δεν είναι εξίσου "πάσχων" με εκείνους των συχνά παιζόμενων τραγωδιών».
Και αν αυτό ισχύει για την «Αλκηστη», την «Ελένη» και τον «Ιωνα», δεν ισχύει για τον «Ιππόλυτο». Στην περίπτωση του νεαρού γιου του Θησέα και της αμαζόνας Ιππολύτης ο ρόλος από πολύ νωρίς ταυτίστηκε με ηθοποιούς - ζεν πρεμιέ. «Ο Αλέκος Αλεξανδράκης και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, που σημάδεψαν τον ρόλο, ήταν γοητευτικοί και παρθένοι στην όψη, ενώ διέθεταν και τραγικά εφόδια». Στις δύο τελευταίες δεκαετίες τον ρόλο έχουν ερμηνεύσει ο Αντώνης Θεοδωρακόπουλος και ο Μηνάς Χατζησάββας. «Οσο για τον "Ηρακλή Μαινόμενο" και τους "Ηρακλείδες"», συνεχίζει ο Κ. Γεωργουσόπουλος, «θα τόνιζα ότι ο Μουζενίδης ήταν εκείνος που τις ανέβαζε συχνά, ενώ το γεγονός ότι είναι έργα παγιδευμένα στη μυθολογία περιορίζουν το ενδιαφέρον τους».
* Η περίπτωση
της «Ελένης»
Τρεις είναι για τον σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά οι λόγοι για τους οποίους η «Ελένη» του Ευριπίδη δεν ανεβαίνει συχνά. «Πρώτον, γιατί το έργο δεν είναι καθαρό ως προς το ύφος του και δεν προσφέρεται για εύκολη ανάγνωση. Δεύτερον, γιατί ο ρόλος της Ελένης δεν είναι καθαρά τραγικός ρόλος αλλά μεικτόςΩ έχει στοιχεία από πολλά είδη και δεν ενδείκνυται για κλασικές ερμηνείες στην Επίδαυρο. Και, τέλος, γιατί το έργο είναι υποτιμημένοΩ θεωρείται "εργάκι" και αυτό είναι κάτι που έχει επηρεάσει την πορεία του». Ο ίδιος δηλώνει ότι, αν και φανταζόταν τι κρύβει η «Ελένη», τώρα που το δουλεύει το συνειδητοποίησε πλήρως. «Πρόκειται για ένα απύθμενο βαρέλι, ένα έργο που δεν σου αποκαλύπτει εύκολα τα μυστικά τουΩ ένα έργο ήσυχο και πλάγιο».
Δύο φορές ερμήνευσε την Ελένη η Αννα Συνοδινού με το Εθνικό Θέατρο: στην παράσταση του 1962 (σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη) δόθηκε βάρος στο ιλαρό στοιχείο, ενώ σε εκείνη του 1977 (σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού) στο τραγικό. Στη δεκαετία του '80 ο Ανδρέας Βουτσινάς σκηνοθέτησε το έργο με την Αλεξάνδρα Λαδικού στον επώνυμο ρόλο, ενώ στις αρχές του '90 ήταν η Τζένη Γαϊτανοπούλου, με τον ΘΟΚ, που παρουσίασαν την «Ελένη» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
* Ο «Ιων» και
οι «Τραχίνιες»
«Αδυνατώ να καταλάβω γιατί ο "Ιων" είναι ένα τόσο παρεξηγημένο έργο», λέει ο Σπύρος Ευαγγελάτος, που φέτος σκηνοθετεί (και μεταφράζει) το έργο αυτό του Ευριπίδη. Η παράσταση θα κάνει πρεμιέρα στην Επίδαυρο στις 16 Αυγούστου. «Πιστεύω ότι είναι ένα αριστοτεχνικά γραμμένο έργο που κινείται από το ένα άκρο ως το άλλο, από την τραγωδία στην κωμωδία. Θα το χαρακτήριζα "ειρωνικό δράμα" που διαθέτει κωμικά ως και γκροτέσκο στοιχεία, καθώς και στοιχεία φάρσαςΩ τα δε δραματικά του στοιχεία φθάνουν στην τραγωδία».
Εκτός από τον Ιωνα, έναν ήρωα με παιδική αφέλεια στην παράσταση του Αμφι-Θεάτρου τον ρόλο ερμηνεύει ο Σωτήρης Βάγιας , το έργο διαθέτει έναν γυναικείο ρόλο, αυτόν της Κρέουσας, της μητέρας του. «Για μένα ο ρόλος αυτός», λέει η Λήδα Τασοπούλου, «ήταν μια αποκάλυψη - ανακάλυψη. Αν και είναι ο 15ος ρόλος της πορείας μου στο αρχαίο δράμα, είναι η πρώτη φορά που μια ηρωίδα έχει συγχρόνως βαθιά κωμικά και βαθιά δραματικά στοιχεία. Διαθέτει έναν δυνατό, ουσιαστικό μονόλογο, την "εφηβική διαμαρτυρία" της. Είναι ρόλος που δίνει τη δυνατότητα στην ηθοποιό για ερμηνεία δραματική και κωμική. Η ίδια κινείται ανάμεσα στη δυστυχία, στην ευδαιμονία και στην οδύνη. Το έργο, που καταλήγει να μοιάζει με παραμύθι, δημιουργεί ευφορία».
Η Ελένη Χατζηαργύρη έχει ερμηνεύσει την Κρέουσα, πλάι στον Νίκο Καζή Ιωνα , σε σκηνοθεσία Τ. Μουζενίδη, το 1964 (η παράσταση επαναλήφθηκε και τις επόμενες χρονιές στην Επίδαυρο), ενώ το 1979, σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη τους ρόλους έπαιξαν ο Κώστας Καστανάς και η Μαρία Σκούντζου. Το καλοκαίρι του 1994 η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», σε μετάφραση Νικηφόρου Παπανδρέου και σκηνοθεσία Νικ Φιλίππου, παρουσίασε τον «Ιωνα» στη Θεσσαλονίκη και, για λίγες παραστάσεις, στην Αθήνα. Ο Ν. Παπανδρέου πιστεύει ότι «ο λόγος που δεν παίζεται συχνά είναι ο χαρακτήρας της Ω και όμως», καταλήγει, «υπάρχει κάτι πολύ βαθύ κάτω από αυτό το περίβλημα που κάνει το έργο μοντέρνο γι' αυτό και νομίζω ότι στο μέλλον θα παίζεται όλο και περισσότερο».
Αν η περυσινή επιλογή του Αμφι-Θεάτρου και του Σπύρου Ευαγγελάτου («Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου) αφορούσε μια λιγότερο δημοφιλή τραγωδία, εκείνη του 1994 αφορούσε ένα σπάνια παιζόμενο έργο: ήταν οι «Τραχίνιες» του Σοφοκλή, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον ρόλο του Ηρακλή και τη Λήδα Τασοπούλου Δηιάνειρα. Ποια εξήγηση δίνει ο σκηνοθέτης; «Στις "Τραχίνιες" υπάρχει ο κίνδυνος να υποκύψει η παράσταση στη ρητορεία και στον μελοδραματισμό και ίσως γι' αυτό αποφεύγεταιΩ ενώ είναι ένα σημαντικό έργο με πολύ ενδιαφέροντες ρόλους».
* Η «Αλκηστις»
και Ο «Αίας»
Ο Κάρολος Κουν πρωτανέβασε την «Αλκηστη» του Ευριπίδη, το 1934, με την Φρόσω Κοκκόλα στον επώνυμο ρόλο. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έπαιξε τον Αδμητο. Η Αννα Συνοδινού και η Ελένη Χατζηαργύρη καθώς και πιο πρόσφατα η Μιράντα Ζαφειροπούλου και η Λυδία Κονιόρδου ερμήνευσαν την ηρωίδα του Ευριπίδη, μια ηρωίδα που εκφράζει το ιδανικό της συζυγικής αγάπης και αυτοθυσίας.
«Δεν είναι επώνυμο το έργο», λέει ο Γιώργος Λαζάνης, που φέτος παρουσίασε στην Επίδαυρο την «Αλκηστη»Ω στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, που περιοδεύει ανά την Ελλάδα, τον ρόλο ερμηνεύει η Κάτια Γέρου. «Η "Αλκηστις" όπως και ορισμένα άλλα έργα θέλουν περισσότερη δουλειάΩ πρέπει να τα ξεσκαλίσεις, να βρεις το μυστικό τους. Και αυτό είναι μια επώδυνη διαδικασία», λέει ο σκηνοθέτης. «Τελικά όμως είναι πιο προκλητικό να καταπιάνεσαι με αυτά τα έργα». Στα αίτια του μη συχνού ανεβάσματος του έργου ο Γ. Λαζάνης αναφέρει την εναλλαγή των ειδών μέσα στο κείμενο (από την κωμωδία στην τραγωδία και αντιστρόφως) και τη δυσκολία στη διατήρηση της ισορροπίας που καλούνται να κρατούν οι ηθοποιοί.
«Ιδιόμορφο ρόλο» τον χαρακτηρίζει από την πλευρά της η Κ. Γέρου, που λέει ότι «με την Αλκηστη σχοινοβατείς και αυτό σε κάνει να αγωνιάς, κάτι που είναι ωστόσο ιδιαίτερα γοητευτικό για την ηθοποιό. Μπορεί η ηρωίδα να μην έχει την ορμή και τη φλόγα μιας Ηλέκτρας ή μιας Μήδειας ούτε να διαθέτει τεράστια γκάμα συναισθημάτων, ωστόσο είναι ένας ρόλος με εναλλαγές που δίνει τη δυνατότητα να πατήσεις σε παρθένα εδάφη».
Ο «Αίας», η λιγότερο παιγμένη τραγωδία του Σοφοκλή, παρουσιάστηκε ήδη στην Επίδαυρο από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, με τον Δημήτρη Κολοβό στον επώνυμο ρόλο. Πρωτανέβηκε στον ίδιο χώρο το 1961 (σε σκηνοθεσία Τ. Μουζενίδη με τον Θάνο Κωτσόπουλο στον επώνυμο ρόλο), ενώ το ΚΘΒΕ είχε παρουσιάσει και το 1972 το έργο, σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη, στα θέατρα Φιλίππων και Θάσου. Το έργο ανέβηκε και το 1983, σε σκηνοθεσία Ν. Χαραλάμπους, με τον Χρήστο Καλαβρούζο.
Εργο με κάποια προβλήματα στη μορφή και σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, δεν προκαλεί ούτε ηθοποιούς ούτε σκηνοθέτες. «Υπάρχει μια ολόκληρη φιλολογική συζήτηση για τη δομή του "Αίαντα", υπάρχει μια άποψη που λέει ότι η τραγωδία τελειώνει με την αυτοκτονία του ήρωα και υπάρχει αυτή η αμηχανία ή, εν πάση περιπτώσει, η ένσταση ότι το δεύτερο μέρος θα μπορούσε και να λείπει», σημειώνει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο οποίος θεωρεί την αυτοκτονία πιθανότερη αιτία για τα περιορισμένα ανεβάσματα του έργου.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ