Με τις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες έφυγε με βήμα ταχύ και ο Κωστής Παπαγιώργης, παίρνοντας μαζί του κι ένα κομμάτι από τα νιάτα μας, μια φέτα ζωής που δεν ξαναβρούμε πιά. Ο Παπαγιώργης ήταν από την εφηβεία του ήδη βουλιμικός με τα βιβλία, διάβαζε με την άσβεστη δίψα του ερασιτέχνη και το οξύ βλέμμα του επίμονου ερευνητή. Έτσι δεν είχε τον καιρό ούτε τη διάθεση να τελειώσει τις σπουδές του, ούτε τα νομικά στη Θεσσαλονίκη ούτε τη φιλοσοφία στο Παρίσι. Έμεινε απτυχίωτος, όπως και τόσοι άλλοι ταλαντούχοι άνθρωποι της γενιάς του, κι έκαμε τη μαστοριά του τέχνη βιοποριστική. Πέτυχε μάλιστα, πρώτος αυτός στην Ελλάδα (και τελευταίος ως τώρα) κάτι το αδιανόητο: πήρε το δοκίμιο, είδος λεπτό και απευθυνόμενο σε κοινό μυημένο στις περιπέτειες των ιδεών, και το ’βγαλε στους πέντε δρόμους καθιστώντας το, με μια απλή μα απολύτως πειστική χειρονομία, λαϊκό ανάγνωσμα. Σ’ αυτό το κατόρθωμα συνετέλεσε η αμεσότητά του η συγγραφική, ο τρόπος του να πασπαλίζει με αλατοπίπερο το ωμό κρέας και η παροιμιώδης του ευστοχία. Αυτή η λοξή ματιά που παραδόξως χτυπούσε κατευθείαν στην καρδιά των θεμάτων του – συνετέλεσαν όμως και τα ίδια τα θέματα με τα οποία κατέβηκε στην αγορά. Γιατί ο Παπαγιώργης, κυνικός και τρυφερός σε ιδιότυπη μείξη, καταπιάστηκε κυρίως με τα βαθιά ανθρώπινα πάθη και μίλησε με κρυφό χαμόγελο κι ακόμα κρυφότερη πίκρα για τη μέθη και τον πόθο, την μισανθρωπία και τους ξυλοδαρμούς, τη ζήλεια και τη μνησικακία. Παράλληλα, ανιχνεύοντας τις απαρχές των δεινών που σημαδεύουν τον νεοελληνικό δημόσιο βίο, έγραψε μια σειρά βιβλίων για την, σχεδόν ανομολόγητη, παθολογία της επανάστασης του 1821, έθεσε δηλαδή στο τραπέζι τραυματικά ερωτήματα κι έβαλε τα γυαλιά σε επαγγελματίες ιστορικούς… Ταυτόχρονα δημοσιογραφούσε με ρυθμό ραπτομηχανής και μετάφρασε – ουδέποτε κατάλαβα πότε προλάβαινε - μια πλειάδα σπουδαίων φιλοσοφικών έργων.
Ο Παπαγιώργης, εξωστρεφής και φασαριόζος στα νιάτα του, παιδί των νυχτερινών εκμυστηρεύσεων και βιρτουόζος των ειρωνικών διαξιφισμών, τραβήχτηκε με τα χρόνια κι έκοψε τα πολλά πάρε-δώσε με τον κόσμο. Ακόμα και πριν την αγοραφοβική του περιπέτεια δεν έβγαινε σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, απόφευγε τις δημόσιες εκδηλώσεις, δεν έδινε διαλέξεις ούτε έκανε ομιλίες. Μονάχα ο Δημήτρης Αρμάος απ’ όσο ξέρω τον κατάφερε μια φορά να μιλήσει σε μαθητές του λυκείου αλλά και η συγκέντρωση εκείνη δεν έγινε σε καμιά αίθουσα σχολική αλλά σε ταβέρνα… Κι όμως αυτός ο κλειστός άνθρωπος είχε υψηλή αισθηματική θερμοκρασία, ήταν λαλίστατος σε μικρές παρέες και απολαυστικός συνομιλητής. Συντηρούσε μάλιστα με τρόπο μυστήριο ένα ευρύτατο δίκτυο φίλων και γνωστών και είχε αναγνώστες που ξενυχτούσαν αγκαλιά με τα βιβλία του. Πράγμα που φάνηκε κι από τον κόσμο, τον πολύ και τον εκλεκτό, που συνέρρευσε στην κηδεία του. Μια μπόμπα να πέσει εδώ μέσα, σχολίασε ο Παναγιώτης Μητσομπόνος, πάει η ελληνική διανόηση, ούτε ρουθούνι δεν θα μείνει…