Μια μανία για ρουχαλάκια που να θυμίζουν τις βόλτες στους ασπρόμαυρους δρόμους μας έχει πιάσει εδώ και πολύ καιρό. Φορέματα να τονίζουν τη μέση, full skirts, στράπλες κορσάζ, καπέλα. Κάπου λίγη δαντέλα ή ρομαντικές μπλούζες με κεντημένα μανίκια. "Σαν της Λαμπέτη τις καρφίτσες". Και φαντάσου ίσως να μην έχει πάρει ποτέ το μάτι μου στις ασπρόμαυρες ταινίες ούτε μια καρφίτσα.
Σκέφτομαι : "Θα μπορούσε".
Έχω την εικόνα σχεδόν ολοκληρωμένη. Από τα δυσκολεμένα πλάνα, μέχρι τις προσωπικές φωτογραφίες στο Πόρτο Γερμενό ή τη Σαντορίνη. Διαχρονική φάτσα. Είτε περπατούσε με τις μυτερές γόβες και τα μακριά μαντό στην Ηρώδου Αττικού είτε στους δρόμους της Μονμάρτης. Με σορτς που ενέβαιναν ψηλά μέχρι τη μέση, ένα μαντίλι και μια ζακέτα, μισή ανοιξιάτικη, μισή καλοκαιρινή. Καπέλα, γυαλιά, φουλάρια, λεπτά στεκάκια για να είναι τα μαλλιά στο πλάι ή μεγάλα χτενάκια που στερέωναν το θρυλικό "στεφανάκι". Θυμήσου τη σκηνή στο "Κυριακάτικο Ξύπνημα" μπροστά στον καθρέφτη που ετοιμάζεται για να πάει μέχρι το Φάληρο για μπάνιο.
Η Λαμπέτη ήταν γεννημένη το 1926. Μέχρι να μεγαλώσει ήξερε και από πείνα και από θάνατο. Σκοτώθηκε η μαμά της από αδέσποτη σφαίρα και αυτός ο ήχος του όπλου της όρισε το σχήμα του προσώπου της στα χρόνια που θ' ακολουθούσαν. Ένα πρόσωπο μελαγχολικό ακόμη και στα χαμόγελα. Μελαγχολία από τις βίαιες αρπαγές και την επιβεβλημένη μοναξιά της ορφάνιας.
Αγόρασα ένα καφέ τσαντάκι, απ' αυτά που 60 χρόνια πριν χωρούσαν μια χτένα ή έναν μικρό καθρέφτη. Δε χωράει τίποτα παρά μόνο ένα ασημένιο χτενάκι για τα μαλλιά που έχω. Ούτε πορτοφάλια, ούτε τεράστια κλειδιά.
Έρχεται καλοκαίρι και ο ρομαντισμός αυτού του είδους επιβάλλεται όπως επιβάλλεται ένα αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας.