Έκαιγε ο ήλιος και τα λουλούθια μύριζαν ανυπόφορα. Δίπλα από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας το θησείο. Ζωή στο τετράγωνο. Βρίσκουμε ένα δέντρο για λίγη σκιά. Τις κηδείες δεν τις θέλω, όταν πέθανε ο Βέγγος όμως πήγα. Ήταν δικός μας, σαν παππούς. Πέρα από τις ταινίες που καταργούν το χάσμα, πέρα από όλα, υπήρχαν 5-6 κουβέντες του, τα μάτια του και το χαμόγελο που ακολουθούσε τις τελείες. Με πονούσαν οι αδένες του λαιμού, όσο περιμέναμε, εκεί στην τελευταία επαφή του με τον κόσμο. Τρυφερός άνθρωπος και ας μην τον είχαμε συναντήσει. Διαφανής, έβλεπες μέσα του. Το μετά το ξέρω, την τύχη του σώματος την ξέρω. Τι γίνεται όλη αυτή η ζέστη της καρδιάς και οι τοποθετημένες στο μυαλό μνήμες θα ' θελα να μάθω. Αυτό μου κόβει τα γόνατα. Εκεί λιγοστεύει ο αέρας.
"Τι κρατάτε από τη ζωή σας; Ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω."
Μία από τα 4 εκατομμύρια είμαι και εγώ. Για τους λόγους που ανέφερα και για έναν ακόμη. Γιατί είχε την ηλικία του παππού μου (γεννήθηκαν και οι δύο τον Μάη του '26). "Μην είσαι τόσο ευαίσθητη, θα ταλαιπωρηθείς". "Θα μου δώσεις λίγη από τη φωνή σου, εκείνη της λογικής και δε θα φοβάμαι τίποτα, παππού".
Ήταν 3 Μάη 2011. Ήδη από τα πρώτα λεπτά της απουσίας η ζωή συνεχιζόταν.