Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 από το Βασίλη και την Ευδοκία Βέγγου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Τα μάτια του ήταν πράσινα. Το πρόσεξα σε μια έγχρωμη ταινία. Ώστε πράσινα..
Έχεις πιστέψει ποτέ ότι ένας άνθρωπος είναι όλα; Δεν τον ξέρεις, αλλά θα μπορούσες να τον φανταστείς σε μια διπλανή καρέκλα στο κυριακάτικο τραπέζι. Δεν του έχεις μιλήσει, όμως πολλά λόγια του βρίσκονται στις γραμμές του μυαλού σου. Δεν τον έχεις ζήσει, αλλά τον έχεις δει να υπομένει με αξιοπρέπεια όρθιος και καθαρός. Ο Θανάσης Βέγγος είναι σχεδόν μια επινοημένη φιγούρα. Θα μπορούσε να χε βγει απ τα μολύβια των Ub Iwerks και Walt Disney, σαν ένας απ΄τους “κολλητούς” του Mickey Mouse ή ακόμα κι ο René Goscinny θα μπορούσε να τον χρίσει μόνιμο κάτοικο του γαλατικού χωριού. Είναι το σπάνιο γέλιο, το βλέμμα του αδικημένου, η δύναμή του, ο αυθορμητισμός ενός χορού, η τάξη και η καθαριότητα, το πρωινό χαμόγελο, ο σκονισμένος Μακρονησιώτης, ο πνιγμένος λυγμός, ο πόνος.
Θα ήθελα πολύ να τον είχα γνωρίσει. Να του πω "καλέ μου άνθρωπε" σ' αγαπάμε πάρε μια ανάσα και μην τρέχεις. Μείνε εδώ για πάντα. Μην κουραστείς άλλο.
Ειλικρινής, καθαρή αγάπη. "Για ένα πράγμα όμως σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί". Ένας συλλέκτης δύσκολων καιρών με μόνη, αμετακίνητη περιουσία μια αστείρευτη πηγή θετικής ορμής. Ο στόχος είναι η ζωή και η επισήμανσή της. Μια ζωή που διαρκώς διογκώνεται, όταν απειλείται. Αν υπήρχε μετρητής αρετών στην περίπτωση Βέγγου θα είχε εκραγεί. "Τράβηξα άγριο κουπί". Μαζί με όλους τους άλλους. Δεν ήταν ποτέ μακριά. Ήταν δίπλα, τον άγγιζες. Ήταν ο μπαμπάς δύο αγοριών, ο παππούς δύο μικρών παιδιών, ο άνδρας της Ασημίνας. "Της πήγαινα πάγο στο σπίτι. Δούλευα σε γαλακτοπωλείο. Ανέβαινα το λόφο Σκουζέ με 100 χιλιόμετρα. Πιστέψτε με! Με τον πάγο στο χέρι. Η μία πόρτα άνοιγε, η άλλη έκλεινε. Είστε πολύ καλή, της έλεγα. Μακάρι να ήταν όλες οι πελάτισσες σαν κι εσάς." "Είμαστε 52 χρόνια μαζί. Μιλάμε για λατρεία." Και όλα να τα παραβλέψεις και να σταθείς σ' αυτό το σημείο αμέσως συμπεραίνεις ότι η περίπτωσή του ήταν σπάνια. Με επηρέασε ο θάνατός του. Έβαλα μια φωτογραφία του σε μια μικρή κορνίζα, δίπλα μου στο γραφείο. Τυχαία, δεν ξέρω, φωτογραφία χωρίς χαμόγελο. Από εκείνες που αποτυπώνουν τα μάτια του σχεδόν υγρά. Τον βλέπεις και δεν πάει το μυαλό σου στον ασπρόμαυρο σίφουνα που περπατούσε σαν να έκανε ποδήλατο.
Μέσα από τις άπειρες συζητήσεις που κάναμε εκείνον τον Μάη που έφυγε καταλήξαμε ότι η πραότητα, η καλοσύνη, το γέλιο και η αθωότητα είναι συνειδητές επιλογές. Τα μικρά κοφτερά μαχαίρια απέναντι στις βίαιες εκδοχές του κόσμου.
Στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας ήμασταν πολλοί. Και όλοι φύγαμε με την απώλεια να ' χει ήδη συντρίψει τα τείχη της λογικής. Θρηνούσε η απάτητη αθωότητά μας τον πιο τρυφερό άνθρωπο (δεν έχω άλλη λέξη, δε μου δανείζει το μυαλό μου καμία άλλη πέρα από αυτό το σύντομο επίθετο).
Έβλεπα για μέρες φωτογραφίες, βίντεο, διάβαζα κείμενα και συνεντεύξεις. Να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της ψυχής. Πού πήγε όλη αυτή η ψυχή; Το ξύλινο κουτί ήταν ασφυκτικό. Η στιγμή στον υπέργειο κόσμο κράτησε λίγο.
Δεν υπάρχει μέση κατάσταση στους αποχαιρετισμούς και τις απουσίες. Δε θυμάσαι κάποιον που λείπει χωρίς την έξαρση της ψυχοσωματικής οργής.
Συγχωρέστε μου το μαύρο χρώμα. Δεν ήταν ποτέ «ενδιάμεση» η απώλεια.
Ήταν 3 Μαΐου 2011. Και δε γελούσε κανείς..