Δε θα μπορούσε να διδάξει στυλ. Με τίποτα. Ό,τι έφερε ήταν αποκλειστικά δικό της. Οι εν δυνάμει μιμήτριες καταραμένες. Όσες προσπάθησαν να μεταμορφωθούν σε υπερφορτωμένες πριγκίπισσες της "διπλανής πόρτας" τα 'καναν μπάχαλο. Μόνο εκείνη το μπορούσε. Να κουμαντάρει βαριές βλεφαρίδες και καρφιτσωμένους ιβίσκους στην αριστερή φράτζα την ίδια στιγμή που σεταρισμένες αποχρώσεις του κίτρινου και του τιρκουάζ έβαζαν στη διαπασών τη μέση τσιρίδα.
Όλα μαζί. Τόσα όσα αρκούν για να γίνει το φυσικό δύσκαμπτο και το οικείο αλλοπρόσαλλο. Και όμως μας άρεσε. Για την φατσούλα που κόλλαγε στο κινηματογραφικό πανί και μεγέθυνε μια μισοδειλή άνοιξη και ένα φορτσάτο καλοκαίρι.
Η μόνη περίπτωση που η εικόνα κατάπινε τον ρεαλισμό και καρφί δεν καιγόταν. Μέσα μας ξέραμε. Πάντα θα ξέρουμε. Και με μεγάλη ευκολία θα βάζουμε στην άκρη όλα τα προφανή. Την εμμονή με τον εαυτό της, τις κιτς παρεμβάσεις της που ρήμαζαν τα κινηματογραφικά σενάρια και εξαφάνιζαν τους συμπρωταγωνιστές της. Την υπερβολή σαν μοναδική σωτηρία. Συνωμοσία. Διεκδικούσε βραβείο ευρεσιτεχνίας: Όλοι, ακόμη και οι σκληροί "με τον εαυτό τους" απορούσαν, αν είναι αληθινή.
Αν δεν είχε φάει τόσο κόλλημα με το γραφικό πια μότο "θέλω μαγεία και όχι ρεαλισμό" ίσως σήμερα να υπήρχε. Μια κουλ, ογδοντάχρονη πρώην γατούλα που ίσως και να αδιαφορούσε ακόμη και για τα χιλιάδες κοραλί λιπ-γκλος.
Και να μας εξηγούσε κάνοντας γκριμάτσες πώς κατάφερε να συγκεντρώσει τόσο φως. Μα τόσο φως.
Αλίκη, δε σου μοιάζει καμία. Μείνε ήσυχη.
Χ. Φ.