Οι ποιητές είναι αθώοι. Βρίσκονται στο ενδιάμεσο της εφηβείας και της πρώτης πτήσης. Δεν υπάρχουν λυπημένοι ποιητές. Υπάρχουν μόνο καλοί παρατηρητές του κόσμου. Παρατηρητές της πραγματικότητας και της εν δυνάμει πραγματικότητας.
Δεν όρισαν καμία ιδιότητα για τον εαυτό τους. Γι' αυτό είναι ποιητές. Η φρίκη, η απαλή, αδιόρατη ελπίδα, ο άνθρωπος που δε θέλει να χαθεί, ο ήλιος του καθένα, η τρομερή γνώση ότι όλα βρίσκονται σε δύο ανθρώπινα χέρια. Ένα ποίημα τα χωράει όλα τα δικά μας. Ο ποιητής είναι έξω. Ακόμη και τις μέρες του "εγκλεισμού". Είναι έξω. Ακόμη και χωρίς χαρτιά και μολύβια αυτός βρίσκει τον τρόπο. Γιατί πρέπει να βρίσκει το τρόπο.
Η Κατερίνα Γώγου είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Λυσσασμένος για φως και δικαιοσύνη. Δεν είχαν θλίψη οι τελείες της. Είχαν έναν ψίθυρο σιγουριάς. Ήξερε ότι αυτός ο ψίθυρος θέλει μόνο δύο λέξεις για ν' ακουστεί.
Φρόντισε να είναι κορίτσι μέχρι το τέλος. Ένα κορίτσι που μπορεί και γίνεται σιδερένια μπουνιά, όταν του πετούν πέτρες. Τα ποιήματά της θα μπορούσαν να είναι ένας πρωινός της μονόλογος μπροστά στον καθρέφτη, μια λεκτική χειροβομβίδα ενάντια σε όποιον παρεμβαίνει στον ενστικτωδώς στημένο κόσμο ελεύθερων ανθρώπων, ένας έντιμος απολογισμός, μια σύνοψη της κανονικής αθωότητας.
Είχε άτσαλο περπάτημα και πανέξυπνα μάτια. Απ’ αυτά που επιβιώνουν ακόμη και αν επιλέξεις να τους «σβήσεις το φως».
"Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο σαν απ' αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου".
Οι λέξεις: ήλιος, νους, μόνο.
Η φράση της προστακτικής ακούγεται από μεγάφωνα στα ελληνικά και την καταλαβαίνει όλος κόσμος στα μήκη και τα πλάτη της γης.
Δεν ξέρω, αν το φανταζόταν. Η Γώγου μόνο βρήκε ένα ισοδύναμο για να πει "καλημέρα".
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε σαν σήμερα, την 1 Ιουνίου 1940. Είναι η δεύτερη φορά που γράφω γι' αυτήν.