Η Ισπανίδα συγγραφέας και σκηνοθέτιδα Ανχέλικα Λίντελ έχει στο φετινό Φεστιβάλ την τιμητική της, μια που παρουσιάζεται στο ελληνικό κοινό με δυο έργα της.
Ο Θέμελης Γλυνατσης παρουσίασε στις 13 και 14 Ιούνη το «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους». Η θεματολογία του βασίζεται στους πνιγμούς των μεταναστών που διασχίζουν τις θάλασσες της Μεσογείου προκειμένου να βρουν στην Ευρώπη μια καλύτερη μοίρα.
Αλλά και η ίδια η δραματουργός παρουσίασε 15 με 17 Ιουνίου στην Πειραιώς 260 το έργο της «Όλος ο ουρανός πάνω στη γη» ( Το σύνδρομο της Γουέντυ). Εδώ, η Λίντελ συνδέει το παραμύθι του Πήτερ Παν, του αγοριού που δεν μεγάλωσε ποτέ, με την τραγωδία στην κατασκήνωση του νησιού Ουτογια, όπου ο 32χρονος ψυχασθενής Μπέρινγκ Μπρέιβικ κατέσφαξε μέσα σε 80 λεπτά 69 ανθρώπους ηλικίας από 16 εως 26 ετών.
Στο έργο της αυτό προσπαθεί να «χωρέσει» και την έννοια του «συνδρόμου της Γουέντυ», έναν όρο δικής της επινόησης, που περιγράφει την ανδρική ανωριμότητα και την ασφυκτική αγάπη που δείχνουν οι γυναίκες για τους συντρόφους τους, φτάνοντας στο σημείο να περνούν στην αντίπερα όχθη, υποκαθιστώντας τη μητέρα, έννοια που στο δεύτερο μέρος απασχολεί ιδιαίτερα την συγγραφέα. Κατά τη γνώμη μου σε αυτό το μέρος η πληθωρική Λίντελ στοιβάζει έννοιες που έχει στο μυαλό της χωρίς να τις επεξεργάζεται επαρκώς.
Η Σανγκάη στη συνέχεια παρουσιάζεται ως τόπος φυγής και επαναπροσδιορισμού σε ένα χώρο με διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια και ανθρώπους άγνωστους για αυτήην. Ανθρώπους που δεν σηματοδοτούν ούτε συγγενικές, ούτε φιλικές σχέσεις έτσι ώστε μπορεί να ελευθερωθεί και να τους δει «από μέσα». Το βαλς που χορεύουν οι ηλικιωμένοι Κινέζοι χορευτές μας προσφέρει ένα μεσαίο μέρος απόλαυσης και απειλητικής ηρεμίας μια που για λίγο αφηνόμαστε να ξεχάσουμε τη σκληρότητα της γραφής της. Όμως γρήγορα έρχεται ο κατακλυσμιαίος μονόλογος της που διαρκεί περίπου μια ώρα και μας βάζει να αναθεωρήσουμε όλες μας τις σταθερές.
Η Λίντελ οργώνει τη σκηνή με ένα υπέροχα αντισυμβατικό σώμα που δύσκολα θα μπορούσες να το πεις θεατρικό. Απεγνωσμένη κραυγή ενός ανθρώπου που αρνείται όλους τους πατημένους δρόμους. Έχω την αίσθηση ότι δεν ήταν η Γουέντυ αυτή που ερμήνευσε, αλλά ο ίδιος ο Πήτερ Παν. Ωδή στη νεότητα, όχι την πευματική, αλλά αυτή καθεαυτή τη νεότητα του σώματος που εξυμνείται ως το υπέρτατο ιδεώδες.
Αιρετική, γκρεμίζει έννοιες όπως μητέρα, αγάπη, έρωτας, φιλία, αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια. Άλλωστε σε πρόσφατη συνέντευξη της η ιδια δηλώνει «Δεν είναι οι θηριωδίες που με προσελκύουν, αλλά η ανθρώπινη ψυχή. Και η ανθρώπινη ψυχή είναι φρικτή». Με ασφάλεια μπορώ να διακρίνω πως η Ευρώπη στο πρόσωπο της εχει ανακαλύψει την καινούρια Σάρα Κέην. Μόνο που η Λίντελ κατόρθωσε να περάσει τα 40 και τώρα αναρωτιέται « …Τι θα κάνεις στο υπόλοιπο μισό της ζωής σου;»
Φεύγοντας από την παράσταση με έπιασα να προσπαθώ να νοηματοδοτήσω αυτήν την θεατρική μου εμπειρία. Μάλλον φταίνε οι αριστερές μου καταβολές που ψάχνουν πάντα μια ουσία κάτω από τα πράγματα για να μπορέσω να συνεχίσω αυτή την βιωτη. Για μένα η Λίντελ έκανε με το έργο της ό,τι θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας καθημερινά προκειμένου η ζωή μας να μην καταλήξει σε μια αυτονόητα παραδομένη διαδικασία. Γκρεμίζει τα πάντα για να μπορέσει ο καθένας μόνος του να τα ξαναστήσει και να τα επαναπροσδιορίσει, όσα από αυτά τουλάχιστον τον αφορούν, χωρίς τη φθορά και τη σκόνη που κουβαλούν αναπόφευκτα όλες οι έννοιες, όσο σπουδαίες και αν είναι.