Δεν τον ήξερα τον Κάρλος Σολόρσανο. Ούτε το έργο του "Τα χέρια του θεού".
Την παράσταση την είδα προχθές ,Παρασκευή, στο Vault. Το "πενθήμερο φεστιβάλ" κατά του φόβου που διοργάνωσα από τη Δευτέρα στο σπίτι μου έκλεινε πανηγυρικά με αυτή την παράσταση. Κάτι κατάφερα. Νομίζω.
Τη μία ώρα που κράτησε, το μυαλό μου σε έκρηξη. Δεκάδες σκέψεις.
"Το βράδυ, θα βουτήξω έναν Νίτσε για αρχή από τη βιβλιοθήκη του Βασίλη. Μετά βλέπουμε."
Με αφετηρία τη θρησκεία και τον τρόπο που επιλέγει ο άνθρωπος να υποταχθεί σε κάτι που δημιουργεί ο ίδιος και νομίζει ανώτερο, το έργο καταλήγει σε συνολική αμφισβήτηση της εξουσίας κατακρίνοντας το άβουλο και φοβισμένο κομμάτι της κοινωνίας.
Δεν ξέρω πώς είναι ο ελεύθερος άνθρωπος. Τι πρόσωπο έχει, πώς χαμογελά, πώς μιλάει. Θυμώνει; Λυπάται; Κοιμάται 8 ώρες; Δεν κοιμάται καθόλου; Αγαπάει όλον τον κόσμο; Πού είναι να τον συναντήσω;
Ξέρω το αντίθετό του. Τον άνθρωπο που φοβάται.
Ο άνθρωπος που φοβάται είναι από μόνος του μια κοινωνική δυσχέρεια. Νομιμοποιεί την αναβλητικότητα, ζει λίγες μέρες, σχεδόν κακομοίρης, χάνει κάθε ακεραιότητα που περνά από μπροστά του, δε συμμερίζεται κανέναν, ούτε καν τους άλλους φοβισμένους. Γιατί φοβάται. Φοβάται τον θάνατο, το Μεγάλο Αφεντικό, το μικρό αφεντικό, τη ζωή, την απώλεια, την αγάπη, τον έρωτα, τους ανθρώπους, την επόμενη μέρα, την άλλη κατάσταση, το περισσότερο και το λιγότερο, την γόνιμη απραξία, την έμπρακτη προσπάθεια, ένα σκυλί, μια γάτα, το σκοτάδι, το φως, τον θόρυβο, το ξε-βόλεμα, το αίμα, τον εαυτό του. Και πάλι τον εαυτό του.
"Το έργο μεταφράστηκε στα ελληνικά από μια ομάδα καλλιτεχνών" διάβασα σε αυτό που μας μοιράστηκε. Μετάφραση: Στεφανία Αϊβαλάκη, Θωμάς Διάφας.
Δεν είχαν σχεδόν τίποτα. Μόνο μια σκηνή να τα χωρέσει όλα.
Και όλα πήγαν καλά.
Μια ιερή διαμαρτυρία ήταν η παράστασή τους. Επιτέθηκαν με πολλή δύναμη. Συνειδητοποιημένοι. Φάνηκε από τις φωνές τους. Ήταν πολύ συγκεκριμένες.
Κρατάω την τελευταία σκηνή, των λίγων δευτερόλεπτων. "Ζήστε ρε γαμώτο. Ζήστε. Ζήστε. Ζήστε. Ζήστε".
Ήταν σαν να το 'λεγε ο ίδιος ο "θεός" στην μόνη έντιμη στιγμή του απέναντι στους ανθρώπους που τον δημιούργησαν. Από φόβο. Από τι άλλο;