(ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΜΟΝΟΛΟΓΟ ...)
Τώρα που εσείς κι εγώ καθόμαστε σιωπηλοί μια ανάσα πριν την πρώτη φράση. Τώρα που είμαστε τόσο οριστικά απέναντι, εδώ, μέσα στο μαγεμένο δάσος, αναρωτιέμαι: αυτά τα μάτια τα γυαλιστερά, αυτά τα γυάλινα μάτια σας, είναι ζωντανά; Κι αν δεν είναι, μπορεί να ζωντανέψουν; Να κλάψουν , να εκπλαγούν, να θυμώσουν, να κοιμηθούν, να γελάσουν; Ή θα μείνουν στυγνές απειλές μέχρι τέλους;
Σαν κουκουβάγιες στα κλαδιά. Σοφές και αιμοβόρες.
Τρέμω. Απέναντί σας τρέμω. Έγινα ήδη λαγός. Κουτός και
φοβητσιάρης . Έχω τα μάτια του λαγού. Κι εσείς της κουκουβάγιας.
Παρακαλώ. Εκλιπαρώ για ένα σήμα. Επείγομαι να μάθω. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου:τα μάτια σας κρέμονται στο σκοτάδι από μόνα τους;
Ή έχουν και ένα πρόσωπο από πίσω; Κι ένα σώμα από κάτω; Και μια καρδιά από μέσα;
Περιμένω κάτι με δίψα. Ένα θαύμα. Μια σταλιά αναμονής να αστράψει ξαφνικά σ΄αυτά τα ακίνητα μάτια. Αναμονή ευγενείας γι αυτό που θα προσπαθήσω να πω, αναμονή ανοχής, έστω, για την μειονεκτική θέση στην οποίαν ευρίσκομαι: επί σκηνής, στα τρία μέτρα, δεμένη πισθάγκωνα πριν το πρόσταγμα.
Θα το ‘βλεπαν. Αμέσως θα το καταβρόχθιζαν το σήμα σας τα πεινασμένα μου μάτια.
Και τότε θα γινόταν το θαύμα. Θα έφεγγε η νύχτα. Θα έφευγε ο φόβος. Και θα ‘μασταν φίλοι. Άνθρωποι όλοι. Ούτε λαγοί, ούτε κουκουβάγιες. Άνθρωποι ανθρωπόμορφοι. Με σάρκα και οστά. Με σώμα και καρδιά .
Εσείς εκεί , εγώ εδώ, δεν έχει σημασία .
Γιατί είμαστε όλοι άνθρωποι και ήρθαμε στο δάσος να βρούμε ένα ξέφωτο –ως γνωστόν η ελπίδα ανθίζει στα ξέφωτα -.
Η ελπίδα είναι λουλούδι σπάνιο που θέλεις πολλά μάτια μαζί για να το ανακαλύψεις. Πολλές οράσεις. Βιονικές.
Γι’ αυτό το λουλούδι, που φύεται στα ξέφωτα, αξίζει να δοθείς στις αγκαλιές των άλλων. Και να ψάξετε μαζί με ενωμένα τα βλέμματα.
Άλλωστε, ακόμα και η Κοκκινοσκουφίτσα, πολλαπλασιασμένη, δεν φοβάται τον λύκο . Ένας στρατός από Κοκκινοσκουφίτσες κάνει το λύκο αόρατο -κι απορώ πώς ή ίδια δεν το σκέφτηκε νωρίτερα και πήγε η χαζή και βγήκε στο δάσος κατάμονη. Λίγη προνοητικότητα, δεν θα έβλαπτε. Θα είχε αποσοβήσει τουλάχιστον μια περιπέτεια και ένα φόνο-.
Θέλω να πω δηλαδή: Αν οι άνθρωποι είχαν σκεφτεί πως δεν είναι ποτέ μόνοι δεν θα είχαν γραφτεί τα ανθρωποβόρα παραμύθια. Δεν θα γίνονταν πόλεμοι. Και στο θέατρο θα πηγαίναμε όλοι για χαρά. Με τη λύσσα του παιχνιδιού , ντουγρού για την ελπίδα.
Ναι. Έτσι θέλω να σκεφτώ. Και θέλω να το νιώσω.
Μ’ αγαπάτε; Εγώ το προσπαθώ. Κι’ όλας. Μάλιστα. Το προσπαθώ. Με σιγουριά το προσπαθώ.
Δεν βλέπω παρά μόνο τα μάτια σας, αλλά αυτό δεν εμποδίζει να προσπαθώ να αγαπήσω . Έτσι. Χωρίς συγκεκριμένο λόγο.
Για ό, τι υπάρχει κρυμμένο πίσω απ΄το βλέμμα σας.
Για την προσπάθεια που κάνετε - κι εσείς σαν κι εμένα- να ζήσετε.
Αυτός δεν είναι λόγος αρκετός για να αγαπήσει κάποιος;
Τι ; Πρέπει να έχετε συστηθεί προηγουμένως; Ο κύριος δείνα, η κυρία τάδε; Πρέπει να έχετε μιλήσει περί ανέμων και υδάτων καταχωνιάζοντας στα σεντούκια ό, τι πραγματικά αξίζει να δείξετε;
Πρέπει να έχετε κοιταχτεί με το ζόρι ψάχνοντας εναγώνια για κοινά γούστα;
Δηλαδή αυτοί που αξίζει ν΄αγαπηθούν πρέπει να ψηφίζουν το ίδιο
κόμμα , να ανήκουν στην ίδια ομάδα, να πηγαίνουν στα ίδια σινεμά;
Αυτοί που αξίζει ν΄αγαπηθούν πρέπει να είναι συνωμότες;
Για τη συνωμοσία θέλει μια προϋπόθεση. Το μίσος γι’ αυτούς που δεν ανήκουν στον κύκλο των συνωμοτών.
Θα άξιζε λοιπόν εσείς κι εμείς να αγαπηθούμε από μίσος;
Αυτό θα ήταν έξυπνο; Ενώ είναι βλακεία ν΄αγαπηθούμε από απλή πρόθεση για αγάπη; Σκέτη , αγνή πρόθεση ν΄αγαπήσουμε και ν΄αγαπηθούμε άνευ όρων;
Ωπ! Την είδα την αστραπή. Κάπου θροΐζει ένα βλέμμα. Κάποιος γεμίζει με νόημα τη σιωπή. Είναι μεταδοτικό. Το δάσος γεμίζει νόημα.
Με κοιτάτε με νόημα. Κι εγώ σας κοιτώ. Και με μιας το αποφασίζω.
Αυτό το ίδιο κλάσμα του δευτερολέπτου πριν την πρώτη μου φράση. Αποφασίζω ν’ αγαπώ άνευ όρων.
Και να το! Ξαφνικά , πίσω απ΄τα μάτια μας, τα μάτια σας, τα μάτια μου, η εικόνα γεμίζει με ανθρώπους . Και το θέατρο με ανθρωπιά. Με σάρκα και οστά. Με σώμα και καρδιά.
Να το! Είμαστε πολλοί. Και αγαπιόμαστε.
Εγώ εδώ , εσείς εκεί, κι ο λύκος πουθενά. Μονάχα εσείς κι εγώ, δεκάδες Κοκκινοσκουφίτσες, χαρωπές και ατρόμητες, βγαίνουμε κι όλας στο ξέφωτο . Στο ξέφωτο.
Κι αφού έχουμε ήδη αγαπηθεί , ώρα να συστηθούμε: « Εγώ είμαι η Κυρία Έλεν , εσείς ποιοι είστε;»