Mε τον Γιάννη Τσαρούχη, γνωριστήκαμε στο ''Χάραμα''. Εκεί, ανάμεσα σε ''Μην μου ξαναφύγεις πια, μάγκα μου'' και σε ''Ακρογιαλιές δειλινά'', του ζήτησα συνέντευξη. Είπε ναι κατευθείαν, γιατί είχε προσέξει ότι ήξερα απ έξω τα λόγια των τραγουδιών της Σωτηρίας (του) και του Τσιτσάνη.
Δυο μέρες μετά ήλθε στην Ερτ, συνοδευόμενος από την Αρλέτα. Εκπληκτική εκπομπή, γελούσε με τ' αστεία μας, μου έβγαλε και παρατσούκλι που δεν γράφεται, πείραζε συνέχεια την Αρλέτα κι έκανε μιμήσεις. Ένα άτακτο πειραχτήρι, που ακόμη θυμούνται οι εικονολήπτες του υπόγειου στούντιο 4. Εκμυστηρεύτηκε πως μικρός, ήθελε να γίνει ακροβάτης και ... δεσπότης και σε καμία περίπτωση ζωγράφος! Συναντηθήκαμε συνολικά 5 φορές, πριν φύγει, 20 Ιουλίου το 1989.
Τι έμαθα απ αυτόν; Ν ανακαλύπτω στη ζωή, την ηδονή της ισορροπίας. Πίστευε πως η πειθαρχία, είναι δείγμα αληθινής αξίας κι όχι το νταϊλίκι, που είναι εύκολο. Η βαθύτης -έλεγε-μόνο με μέτρο, έχει ουσία. Ύστερα πάντα, μνημόνευε τον Νίτσε, που του άρεσε: «Οι Έλληνες έγιναν επιπόλαιοι απ΄ την πολλή βαθύτητα»!
Μου έμαθε, πως, πίσω από τα πνευματικά πλάσματα που τροφοδοτούν τις τέχνες, κρύβονται παιδιά, που προσπαθούν να εκφράσουν μέσω της τέχνης, μια εν πνεύματι ισορροπία, που η ανωμαλία της ζωής τους, δεν τους επιτρέπει να εφαρμόσουν στην πράξη.
Και το καλύτερο. Με έκανε ν αγαπήσω το ρεμπέτικο τραγούδι, που πίστευε πως ''είναι η ατόφια ελληνική ψυχή".
Είμαι σίγουρη, πως με κάτι τέτοια, θα ασχολείται κι εκεί πάνω, στις παρέες του με τον Ματίς, τον Κόντογλου, την Κάλας, τον Θεόφιλο, τον Τζακομέτι και τη Μπέλλου. Άσε που τα ανανεωμένα σκηνικά του Παραδείσου, θάναι σίγουρα δικά του.