Δε σκοπεύω να βγω εκτός θέματος αλλά, πώς να το κάνουμε, είμαι παιδί του χειμώνα. Θεωρώ το καλοκαιράκι λίγο υπερτιμημένο σαν εποχή. Είναι λίγο σαν τα Χριστούγεννα - wannabe συνώνυμο της ευτυχίας. Πάντα με εκνεύριζε αυτός ο πανικόβλητος ψυχαναγκασμός της καλοκαιρινής χαράς. Μπορεί ο λαμπερός ελληνικός ήλιος να είναι ακαταμάχητος και ασυναγώνιστος στην παραγωγή ενδορφίνης, αλλά εκτός του ότι απεχθάνομαι το μαύρισμα, σχεδόν μελαγχολώ, όταν παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα να καίγονται στο φως του σαν μαγεμένες πεταλούδες.
Με το χειμώνα είναι αλλιώς. Είναι πολύ πιο γοητευτικό να είσαι ευτυχής καταμεσής της καταιγίδας.
Ομολογώ πάντως ότι δεν ξέρω πολλούς να έχουν ζήσει τόσο ωραία καλοκαίρια όσο τα δικά μου - τόσο ωραία που κι εγώ δηλώνω ένοχη που μου κακοφαίνεται, αν κάποιο καινούριο καλοκαίρι με προδώσει.
Κι εδώ που τα λέμε, ευγνωμονώ το καλοκαίρι, ως την εποχή που από παιδί είχα την ελευθερία να μου επιτρέπω να είμαι αυτή που είμαι, το χρόνο να ζωντανεύω μέσα μου τις βαθύτερές μου επιθυμίες ώστε να μην τις λησμονώ μέσα στις χειμωνιάτικες καταιγίδες. Τελικά ένας μόχθος ήταν πάντα για μένα το καλοκαίρι, ένας επαναπροσδιορισμός, μια δύσκολη προετοιμασία για εκείνα που θα ‘ρθουν.
Αν πρέπει να συνδέσω το καλοκαίρι με αναμνήσεις, θα ‘λεγα ότι μονοπολεί τή μνήμη μου το ψάρεμα στα παγωμένα νερά του Αιγαίου, που σε κερνάνε κάθαρση χωρίς να σε καίνε σαν τον Ήλιο.
Μετρώ τα καλοκαίρια με ψαριές, καλές η αποτυχημένες.
Το πρώτο μου ψάρι - τριών χρονών μόλις, μια κόκκινη μικρή σκορπίνα, με ένα αυτοσχέδιο καλάμι.
Ύστερα, μια τεράστια πέρκα - αλήθεια ήταν τεράστια- που γλύστρισε από τα χέρια μου όταν πήγα να την ξεπλύνω στη θάλασσα (ακόμα και τώρα που το γράφω δακρύζω από απογοήτευση).
Το χταπόδι που έπιασα κατά λάθος με πετονιά. Mε έλουσε με μελάνι και κατέστρεψε το ολοκαίνουριο trenty άσπρο μαγιώ μου.
Ένας γιγαντιαίος ροφός που βραχωμένος μεγάλωνε χρόνια στην Ηφαιστεία, αλλά δε μας έκανε ποτέ τη χάρη να μας κάτσει - οικογενειακώς.
Τα λιθρίνια που ανέβαζα τρία τρία στην πρώτη μου καθετή στα ανοιχτά της Λήμνου - ευτυχώς η τύχη του πρωτάρη συνεχίζει να με ακολουθεί.
Ειδικά αυτή η θύμηση του ‘τακ τακ’ του τσιμπήματος της καθετής, μου γλύκανε πολλούς παγωμένους χειμώνες στη Νέα Υόρκη.
Καλές μας ψαριές λοιπόν. Καλοκαιρινές η χειμωνιάτικες. Καλά δολώματα, καλά βραχώματα.
Υ.Γ. Κάποιος άνθρωπος που με λατρεύει λέει ότι λέω βλακείες και ότι μου πάει πολύ το καλοκαίρι.
Υ.Γ.Γ. Φωτογραφία τραβηγμένη από μπακατέλα κινητό ένα καλοκαίρι στο Brooklyn: Το νεφελώδες Ελλαδιστάν.
Ομολογώ ότι τη στιγμή που τράβηξα τη φωτογραφία δεν είχα προσέξει τι σχημάτιζαν τα σύννεφα.
*Η Λήδα Μανιατάκου σπούδασε στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών ΚΑΙ στη Δραματική Σχολή Γ. Κιμούλη ΚΑΙ πιάνο στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών ΚΑΙ έχει και μεταπτυχιακό (MFA Performance and Interactive Media Arts) από το City University της Νέας Υόρκης. Και είναι και πολύ ταλαντούχα.
Για δύο χρόνια έπαιζε στην παράσταση "Η Κασσάνδρα και ο Λύκος" σε σκηνοθεσία Γεωργίας Ανδρέου. «Το λύκο λυπόμουνα συνήθως. Πώς θα καταπιεί τόσα γουρουνάκια μονομιάς;». Επιτυχία.
Από τον Οκτώβρη του 2013 μέχρι τον Απρίλη του 2014 ήταν η μαμά του Μόγλη. Στην παιδική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Τον Ιούνιο, που μας πέρασε, κατέβηκε στον Πειραιά και έπαιξε πιάνο στην παράσταση "Μεφίστο". Το ίδιο θα κάνει και από φθινόπωρο. Χειμώνας-άνοιξη-καλοκαίρι-φθινόπωρο..
Το τραγούδι που έχει σιγοψιθυρίσει πάαααρα πολλές φορές είναι το «Δρόμοι Παλιοί» του Θεοδωράκη.
ΥΓ: "Ειδικά αυτή η θύμηση του ‘τακ τακ’ του τσιμπήματος της καθετής..." Αχ, εμένα μου λες...
Χ.Φ
24/7/2014