Του Πάνου Σκουρολιάκου
Είναι, νομίζω, από τις πιο απολαυστικές σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου εκείνες όπου ο Θανάσης Βέγγος, μονίμως καταδιωκόμενος, πηδάει πάνω σε μία βέσπα και ξεφεύγει από αυτούς που τον κυνηγούν, δραπετεύοντας με μεγάλη ταχύτητα στην ανοιχτή άσφαλτο! Μικρή σημείωση: ο Βέγγος, ως μονίμως, όπως προείπαμε, καταδιωκόμενος, δραπέτευε γενικώς. Γιατί συχνότατα τον κυνηγούσαν και γιατί αυτή η κατάσταση του είχε γίνει «έξις, δευτέρα φύσις» πια!
Στον μεγάλο δρόμο της εξοχής, ο Θανάσης νιώθει ασφαλής και θέλει να σταματήσει. Αλίμονο, όμως, δεν ξέρει πώς να το κάνει. Έτσι ερωτά επίμονα και με αγωνία τον οδηγό του κάμπριο αυτοκινήτου που συναντά: «Καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις από βέσπα;»
Καλοί μου άνθρωποι, λοιπόν, έχω την αίσθηση πως αυτές οι σκηνές, εκτός από εξαίρετα κωμικές, είναι και πολύ διδακτικές. Δεν γνωρίζω αν είναι η επαγγελματική μου διαστροφή ή η αριστερή μου εμμονή που ευθύνονται, αλλά σε αυτήν την απόδραση πάνω στη βέσπα εγώ βλέπω τους κυβερνώντες τη χώρα μας. Ανέβηκαν, πιστεύω, χωρίς κανείς να τους κυνηγάει ή, έστω, χωρίς να υπάρχει τόσο δραματικός λόγος, σε ένα όχημα που τρέχει και που δεν σταματά επ' ουδενί.
Καβάλησαν τη βέσπα των Μνημονίων, της φτώχειας, της ανθρωπιστικής κρίσης, του ξεπουλήματος των κοινών κατακτήσεων, της κοινής περιουσίας, της κοινής πατρίδας και τώρα δεν ξέρουν πώς να σταματήσουν αυτή την ξέφρενη κούρσα!
Αλήθεια, θέλουν να τη σταματήσουν; Κάποιοι από αυτούς όχι. Βολεμένοι στο σύστημα εξουσίας, δεν θέλουν. Νομίζουν πως μπορούν να απολαμβάνουν τα προνόμια του στενού κύκλου τους σε βάρος μας, πιέζοντας και εξαφανίζοντας τον λαό. Το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα εκτοξεύθηκε στο 34,6% το 2013. Κάποιος πρέπει να τους πει όμως ότι κανένας δεν κατάφερε να εξαφανίσει έναν ολόκληρο λαό. Ούτε ο Χίτλερ με τους Εβραίους τα κατάφερε, ούτε οι Ισραηλινοί με τους Παλαιστινίους θα τα καταφέρουν. Ούτε οι εργολάβοι των μνημονιακών υποχρεώσεων θα πετύχουν να μας εξαφανίσουν με τη χυδαία και ανθρωποκτόνα πολιτική τους.
Κάποιοι από αυτούς τους «βεσπάτους» κάτι έχουν καταλάβει, είναι η αλήθεια, και θέλουν να σταματήσουν. Άλλωστε, σε όλη τη διαδικασία αυτού του φρικτού πειράματος πάνω στην ελληνική οικονομία και στον ελληνικό λαό, πολλοί συνοδοιπόροι τους πήδησαν από την καταστροφική βέσπα τους. Αλλά, δυστυχώς, «πήρε ο τρελός κατήφορο» και οι εναπομείναντες δεν μπορούν με τίποτα να τη σταματήσουν. Δεν την ελέγχουν. Διαπιστώνουν πως το φρένο και το γκάζι καθοδηγούνται από αλλού. Κάποιοι άλλοι πατούν τα κουμπιά στην τηλεκατευθυνόμενη βέσπα που καβάλησαν με περισσή βουλιμία.
Βλέποντας τον τοίχο μπροστά τους καθαρά πια, επιδίδονται σε παραστάσεις σύμπνοιας και αλληλοϋποστήριξης, παρουσιάζοντας άθλια σκετσάκια επιτυχίας με τίτλους όπως «Success story», «Τώρα που το Μνημόνιο τέλειωσε», «Η Cosco και τα αδέρφια της», «Δύο τουρίστες για τον καθένα μας» και άλλα παρόμοια.
Μόνο που κάθε μέρα γίνονται όλο και λιγότεροι. Οι εναπομείναντες, βέβαια, κάνουν θόρυβο και υπερασπίζονται το έχει τους καταδικάζοντας σε ακόμη πιο μεγάλη φτώχεια τον ελληνικό λαό. Προβεβλημένοι και σημαντικοί επιστήμονες, δημιουργοί και κοινωνικά στελέχη των πολιτικών τους χώρων κρύβονται. Πού και πού βρίσκεται κανένας σαχλαμάρας να υπερασπίσει τα εγκλήματα της ανθρωπιστικής κρίσης και τις εκτροπές της δημοκρατικής ομαλότητας. Ας μη μιλάμε για το κουρέλιασμα της συνταγματικής τάξης βέβαια.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει ακροατήριο που προτιμά να φτάσει η σύνταξη στα 180 ευρώ, να είναι τα παιδιά του άνεργα, να μην μπορεί να αγοράσει φάρμακα και να νοσηλευθεί, παρά να δει μια κυβέρνηση με κορμό τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Μιλάμε μαζί τους καθημερινά και θα συνεχίσουμε να μιλάμε. Η μεγάλη κίνηση ενός ακροατηρίου που συντάσσεται με όσους αγωνίζονται για την ανατροπή της κατάστασης θεωρώ ότι θα παρασύρει ακόμα κι αυτούς τους εξαιρετικά δύσπιστους.
Καλοί μου άνθρωποι! Η βέσπα τρέχει και ο τοίχος ορθώνεται μπροστά μας αμείλικτος. Αυτοί που οδηγούν τη βέσπα δεν ξέρουν από βέσπα. Να τους αλλάξουμε. Και αυτούς, και τη βέσπα. Αν θέλουν να πέσουν πάνω στον τοίχο, ας το κάνουν μόνοι τους. Ο λαός δεν τους φταίει σε τίποτα. Ξεκαβαλικεύουμε, λοιπόν, και πάμε γι' άλλες πολιτείες.
Και πού είστε, καλοί μου άνθρωποι: Σύντομα. Πολύ σύντομα!
(Πηγή: Η Αυγή)