Σε έναν λευκό τοίχο στη Φολέγανδρο, κοντά στο Αμμουδάκι, έγραφε αυτό : « Η στιγμή έφτασε. Μία τεράστια μεταβολή βρίσκεται κοντά μας. Μία τρομερή και φοβερή θύελλα είναι έτοιμη να ξεσπάσει. Βρίσκεται κιόλας στο δρόμο μας. Μας έχει κιόλας πλησιάσει. Σε λίγο θα διώξει μακριά από την κοινωνία μας την τεμπελιά, την αδιαφορία, την προκατάληψη για την εργασία την ανία που μας δηλητηριάζει. Θα δουλέψω. Και σε καμιά εικοσαπενταριά ή τριανταριά χρόνια κάθε άνθρωπος θα δουλεύει. Κάθε άνθρωπος.»
Μικρά, κόκκινα γράμματα. Πήγα πολύ κοντά για να διαβάσω όλο αυτό το κατεβατό. Από μακριά φαινόταν ολοκάθαρα μόνο το όνομα: Τσέχωφ.
Δεν έχω ξαναζήσει πιο εξαίσια στιγμή στο πιο αφηρημένο πεντάλεπτο της ζωής μου.
Έπινα, θυμάμαι, κρύο γάλα και έτρωγα κάτι ντόπια μπισκότα, το ένα μετά το άλλο. Έκανε ζέστη, ήταν μόνο Ιούνιος, κοιτούσα απέναντι. Όλοι οι διακόπτες κάτω. Δε δούλευε τίποτα. Πίεζα ακόμη και το μυαλό μου να σταματήσει. Να σκέφτεται μόνο το δρόμο για τη θάλασσα, το δρόμο της επιστροφής και να συγκρατεί πληροφορίες για μυστικές, τοπικές διαδρομές.
Ο Τσέχωφ με "διέλυσε". Τη στιγμή των επιβεβλημένων διακοπών. Τότε, ήταν πιο εύκολο να σταθείς για λίγο στην άκρη, μακριά από την κοινότοπη, προβληματισμένη ροή των πραγμάτων.
Καλά ποιος το 'γραψε αυτό; με ρωτάει η αδερφή μου. Πρέπει να 'ναι γραμμένο ή με μολύβι ματιών ή με κηρομπογιά.
Άκου.
Η σκηνή ήταν απαράμιλλη. Λες να πλήτταμε τόσο πολύ πριν;
Την ίδια μέρα πήγαμε στο Κάτεργο, αλλά οι δυνατοί αέρηδες δεν επέτρεψαν στο καραβάκι να ' ρθει να μας πάρει στην ώρα του.
-"Τέτοια θύελλα εννοούσε ο...Τσε, ο πώς τον είπαμε, Χρύσα; " με ρωτάει η Ξ. , μικρή τότε.
-Ποιος; Ο Τσέχωφ;
-Α, ναι.
-Τέτοια.