«όχι πριν ροδίσει η αυγή»
Ευλογημένη γη. Ανηφορίζεις στο στενό μονοπάτι μέσα από εύφορα περβόλια, διασχίζεις χρωματιστούς κήπους, δίπλα στις ανασκαφές. Απέναντι, κατάφυτες πλαγιές, και οι ορεινοί όγκοι να διαγράφονται σκοτεινοί στον ρόδινο ορίζοντα, την ώρα που οι πρώτες νυχτερίδες αρχίζουν να σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Κάπου πίσω, το αδιάκοπο πηγαινέλα της θάλασσας. Παντού τζιτζίκια και, από λίγο πιο μακριά, οι ήχοι από τη βραδινή ηρεμία παραθαλάσσιου θέρετρου που ετοιμάζεται για το πολύβουο βράδυ.
Σαράντα λεπτά κράτησε η είσοδος των θεατών. Μέχρι να σκοτεινιάσει για τα καλά και να σβήσουν τα φώτα, μια αδιάκοπη αργή ροή κίνησης στη σκηνή. Μαύρο και άραχλο το σκηνικό (Μάρω Μιχαλάκου). Λεπτή μαύρη άμμος καλύπτει την ορχήστρα πέρα ώς πέρα. Χέρσα γη. Τέφρα και αποκαΐδια. Και στο βάθος, το σπιτάκι των αρχαιολόγων, σαν σκηνικό από πίνακα του Τσαρούχη. Μεθοριακός σταθμός σε μια καταβύθιση στην Ιστορία. Σκουρόχρωμα ρούχα, μπότες, σακάκια, καμπαρντίνες και χλαίνες (κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου, Άγγελος Μέντης). Γυμνά και ημίγυμνα ανθρώπινα σώματα, σκιές σκιών, ξεκολλούν από την απορφανισμένη γη, αναδύονται απ’ τη στέρφα γη. Σαν ζόμπι ντύνονται και ξεντύνονται, συχνά βοηθώντας ο ένας τον άλλον, άλλοτε μαλώνουν και μετά αγκαλιάζονται, περπατούν ή ξαποσταίνουν, διαβάζουν ή πίνουν, σκάβουν και παρατηρούν, σέρνονται ή τριγυρνούν, συχνά χωρίς σκοπό, σε μια κατεστραμμένη χώρα. Ρημαγμένη γη, Έρημη χώρα (εξού οι ελιοτικοί απόηχοι), Έρημη γη (εξού οι λάγειες αντηχήσεις).
Και ξαφνικά, έναρξη. Κάποιος, κάποια, ξεχωρίζει απ’ την ομάδα, αποσπάται απ’ το πεδίο μάχης, ορθώνει το δωρικό παράστημά της (Ίρις Χατζηαντωνίου) και περπατώντας μιλάει… Με τρόπο μαγικό, τα κοχύλια των αυτιών τα πλημμυρίζει ο λόγος του μογιλάλου Γιάννη Πάνου:
«Η συμφωνία ήταν όχι πριν ροδίσει η αυγή. […]Το πεδίο της μάχης απλώνεται ελεύθερο μπροστά σε τριακόσια ζευγάρια μάτια από το κάθε στρατόπεδο. Μετά τη συμφωνία, οι αρχηγοί, αφού αραίωσαν τη διάταξη των αντρών για να κυκλοφορούν με άνεση ανάμεσα στις γραμμές τους, διάλεξαν ο καθένας τους τριακόσιους καλύτερους, ζυγιάζοντας τη δύναμη στο κορμί και την άγρια απόφαση στο βλέμμα. […] Όταν η μέρα φτάνει στο τέλος της βραχνές οι φωνές αραιώνουν, οι κλαγγές των όπλων γίνονται πνιχτές, κουρασμένες. Ο Οθρυάδης, βουτηγμένος στο δικό του και στο ξένο αίμα με τα μαλλιά κολλημένα στα μηνίγγια αγωνίζεται να βγάλει την ύστατη κραυγή του πολέμου καθώς ξεχωρίζει αγκαλιασμένους τον Χρόμιο και τον Αλκήνορα να παίρνουν το δρόμο του Άργους για να αναγγείλουν τη νίκη τους. «νικητής είναι εκείνος που μένει», μιλάει μόνος, καθώς σέρνεται ανάμεσα στους νεκρούς. Ξεχωρίζει τα κουφάρια των εχθρών και μαζεύει τα όπλα τους, ξεσκίζοντας με χέρια και με δόντια τα ρούχα τους. Στήνει τώρα το τρόπαιό του και στην γυαλιστερή ασπίδα, βουτώντας το δάκτυλο στην πληγή, γράφει: κατ’ Αργείων. Στερεώνει τη λαβή του σπαθιού του ανάμεσα στα λιθάρια και αφήνει το σώμα του βαρύ να καρφωθεί πάνω του. […]»
Η εμβληματική αγριότητα της μάχης της Θυρέας προλόγιζε χρόνια πριν το συγκλονιστικό …από το στόμα της παλιάς Remington… (1981) του Γιάννη Πάνου, ένα μυθιστόρημα «που χάθηκε αύτανδρο στ’ ανοιχτά μιας πολύκροτης ελληνικής δεκαετίας» (Α. Κυριακίδης). Αν εκεί αποτελούσε εισαγωγή στις ανεπούλωτες πληγές του Εμφυλίου, τριάντα χρόνια μετά, στη μέση μιας εξίσου κρίσιμης καμπής της ελληνικής Ιστορίας, τα γεγονότα του 546 π.Χ. δεν αποτελούν παρά προανάκρουσμα του Πελοποννησιακού Πολέμου, της μεγαλύτερης «κίνησης» που μετέτρεψε για μια τριακονταετία τον ελληνικό χώρο σε απέραντο πεδίο μάχης. Η μία πόλη-κράτος εναντίον της άλλης. Η Αθήνα εναντίον της Σπάρτης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Πελοποννήσου απέναντι στο συνασπισμό των Αθηναίων. Οι Ολιγαρχικοί εναντίον των Δημοκρατικών. Ο ένας εναντίον του άλλου. Όλοι εναντίον όλων. Εμφύλιος: διαχρονικά ο σκληρότερος πόλεμος.
Ο χορός των ανδρών και των γυναικών, όλοι τους θύματα ενός ακατανόητου πολέμου, κινούνται διαρκώς στο ίδιο αργό μοτίβο, πάνω στην παρτιτούρα ενός κινητικού χαλιού. Μεγάλες αργές κινήσεις που γράφουν στον ανοικτό χώρο. Ο λόγος, όμως, κυριαρχεί, και η ταχυλογία, αντιστικτικά στην αργή κίνηση, μας βομβαρδίζει με πληροφορίες. Αρχαιολόγοι από άλλη εποχή σε μια φανταστική ανασκαφή ανασκάπτουν το πεδίο της μάχης, το σώμα μιας ολόκληρης χώρας, το παλίμψηστο ιστορικό τοπίο, σκύβουν με πόνο πάνω απ’ τους νεκρούς τους, με επιμέλεια πάνω από την κατεστραμμένη γη, φέρνοντας στην επιφάνεια πληροφορίες, ανασύροντας μνημεία άλλης εποχής. Ο αέρας σκορπίζει γύρω τους γραμμένες σελίδες, θραύσματα, παραθέματα, και η Ωραία Ελένη (Ελένη Ερήμου) στο αδειανό της πουκάμισο μας γυρίζει πίσω στην αρχή: «Η χώρα που ονομάζεται Ελλάδα…» και «Θουκυδίδης Αθηναίος ξυνέγραψε τον πόλεμον των Πελοποννησίων και Αθηναίων…». Η φανταστική ανασκαφή αρχίζει και κινείται με συνεχή μπρος-πίσω στο χρόνο, κατά τη συνήθεια του ιστορικού, προσπαθώντας να ξεθάψει και ν’ αναστήσει χαμένες Τροίες. Πεδίο μάχης η ανθρώπινη ιστορία. Και ο πόλεμος; Ο βίαιος διδάσκαλος όλων, φυσικά.
Ο Θουκυδίδης (Βαγγέλης Ρόκκος) ως μεταφυσικός βρικόλακας λάμνει στους αιώνες και ανακρίνεται από έναν δημοσιογράφο (Δημήτρης Μυλωνάς), με τη συνέντευξή τους να παρουσιάζεται τμηματικά. Ο μεγάλος ιστορικός μας συστήνεται μ’ ένα σύντομο βιογραφικό, περιγράφει την αντικειμενική μέθοδό του, υπερασπίζεται το έργο του απέναντι σε μελλοντικές επιφυλάξεις, απαντάει σε δυσμενείς κριτικές, γνωρίζει τα πάντα και ενδιαφέρεται για το παρόν. Άλλοτε Περικλής και Θουκυδίδης (Τζεφ Μαρράουι) πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, «αλαφροΐσκιωτοι», «καρφωμένοι αναμεσίς απτού και ονείρου», κρεμασμένοι και οι δύο στο «δεντρί της Ιστορίας» στα τείχη της «πορνικής Αθήνας», υπαγορεύουν το «Χρονικό της άλωσης» στην Ασπασία ο πρώτος, στο λαό ο δεύτερος. Ειρωνικά, στην κατάληξη και των δύο αποσπασμάτων ο χορός τραγουδά το «Γιούπι για για»…
«Καθάρματα» οι Αθηναίοι, «ύαινες» οι Κορίνθιοι, «κτήνη» οι Λακεδαιμόνιοι, όλοι συνυπεύθυνοι για τον τραγικό πόλεμο στην τριπλή δημηγορία-μανιφέστο του πολέμου (Σπύρος Χατζηαγγελάκης). Στην ίδια κατεύθυνση δείχνει και ο Περικλής, οπαδός της realpolitik, στην πρώτη αγόρευσή του. Η δυναμική της ηγεμονίας εγκλωβίζει τους Αθηναίους στην ανάγκη επέκτασης και διατήρησης των κεκτημένων. Συγκλονιστικός ως Κορίνθιος ο Γιώργος Γιανακκάκος στη δημηγορία των Κορινθίων.
Ο πόλεμος είναι κοντά, και τίποτε πλέον δεν δείχνει να τον αποτρέπει. Ένα δίδυμο ολιγόνοων αφηγητών (Μαρία Λεγάκη – Ευτυχία Γιομελά) σε ρόλο τραγικών αγγελιαφόρων αναλαμβάνει την αφήγηση των βασικών γεγονότων που οδήγησαν στον Πόλεμο. Επίδαμνος, Ποτίδαια, το πρώτο εμπάργκο στην παγκόσμια ιστορία (Μεγαρικό ψήφισμα) κ.λπ., μέχρι το 431 π.Χ. που σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη του Πολέμου, με τους Θηβαίους να εισβάλλουν κρυφά στις Πλαταιές. Το σχετικό χορικό όπου η αφήγηση των γεγονότων μ’ έναν ρυθμικό λόγο περνά αβίαστα από στόμα σε στόμα, ατάκα την ατάκα, με καλοδουλεμένες λούπες και ρυθμό απανωτών πυροβολισμών, κορυφώνεται με «Τα περβόλια» του Θεοδωράκη σε μια ιδιοσυγκρασιακή a cappella εκτέλεση (Ευανθία Κουρμούλη): «μες στης μάχης της φωτιά με βρήκες, Χάρε».
Ο Πόλεμος άρχισε, και σε λίγο θα εμπλέξει στ’ αδηφάγα πλοκάμια του όλους. Ένας ατέλειωτος κατάλογος (κατά το πρότυπο του αρχετυπικού καταλόγου των νεών στην Ιλιάδα μας παρουσιάζει τα Θέατρα του πολέμου. Ατομικοί μαυροπίνακες με τα ονόματα των πόλεων-κρατών που ενεπλάκησαν στην πρώτη παγκοσμιοποιημένη σύρραξη της αρχαιότητας, περνούν από χέρι σε χέρι, κι όταν ο χορός αδειάσει την ορχήστρα, οι παρατημένοι πίνακες αποτυπώνουν αδρά το χάρτη μιας Ελλάδας που έχει πλέον μεταμορφωθεί σε ένα απέραντο θέατρο πολέμου.
Και η κατάβαση προς την καρδιά του σκότους ξεκινά. Η Νέκυια αρχίζει. «Τα ποντίκια» κυριεύουν σιγά σιγά την Αθήνα και εξαπλώνονται σε όλον τον κόσμο, σ’ έναν ελιοτικό μονόλογο (Μυρτώ Ρήγου) που καταλήγει σιβυλλικά προειδοποιώντας: «μέσα σε μια χούφτα σκόνη θα σου δείξω τον φόβο». Ημίτρελη η Άννα Ελεφάντη, με τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης διπλωμένη στα χέρια, θρηνεί για τις χαμένες ευκαιρίες αποτροπής του πολέμου, υπονομεύοντας τα σύμβολα του Χρυσού αιώνα του Περικλή… Ελάσσων μορφή, βγαλμένη από τον Πλούταρχο η αδελφή του Κίμωνα Ελπινίκη (Διώνη Κουρτάκη), καταφέρεται εναντίον του Περικλή την ώρα που σκορπάει στάχυα την ορχήστρα… Ο πόλεμος, «χλωμός, χολερικός, ξινός και αιματώδης, ποταμός και πίσσα πηχτός» πέφτει σαν κεραυνός, σωριάζοντας κάτω πύργους (Έλιοτ), ξεθεμελιώνοντας πόλεις και ανοίγοντας όλη του «Άδη την μαυρίλα», «στάλα στάλα σαν το κερί που λιώνει», κι ο χορός ζευγαρώνει σ’ ένα γλυκά θλιμμένο μπλουζ, στριφογυρίζοντας αργά στην ορχήστρα, στην πιο εντυπωσιακή εικαστικά εικόνα της παράστασης. Ο κοχλίας της Ιστορίας, μια δίνη που δεν έχει τέλος.
Η Τασία Σοφιανίδου, μπρεχτικά αποστασιοποιημένη, πάντα παρούσα, καθισμένη στην ορχήστρα με την πλάτη στο κοινό, υποβολέας γαρ της παράστασης, εδώ Προφήτης Τειρεσίας και Ιωάννης της Πάτμου σε μιαν Αθήνα που μαστίζεται από την αρρώστια και τις ταραχές, μας εισάγει στον αποτρόπαιο Λοιμό … Η αρρώστια ως ηθική αναλογία έχει μολύνει τα πάντα. Σκηνές αποκάλυψης σε μια χώρα που νοσεί ανεπανόρθωτα. Που πεθαίνει σαν χώρα. Ακριβής παθολογία της ασθένειας, αλλά και μιας κοινωνίας in extremis, σε πλήρη αποσύνθεση. Και η Ιστορία παίρνει την κατιούσα. Ο Περικλής, άρρωστος ήδη στην τελευταία δημηγορία του (εδώ, ο Γιώργος Παπαπαύλου), γρήγορα θα πεθάνει. Ακολουθεί η αποτίμηση της πολιτικής του (Ανδρέας Αντωνιάδης).
Από τις πιο συγκλονιστικές ενότητες της παράστασης, τα τελικά γεγονότα στις Πλαταιές, όπου τα δραματικά συμφραζόμενα συντονίζονται απόλυτα με τις μορφικές επιλογές, σ’ ένα κρεσέντο βίας και ωμότητας που σου σφίγγει το στομάχι. Στιβαροί στις δικανικές δημηγορίες-απολογίες οι Πλαταιείς (Νίκος Μαυράκης, Νεκτάριος Φαρμάκης). Κούροι με αρχαϊκά κορμιά, αργοσαλεύουν με μηχανικές σπασμωδικές κινήσεις αυτομάτων καθώς εξευτελίζονται απ’ το στημένο δικαστήριο των Σπαρτιατών, μέχρι να πέσουν εξαρθρωμένοι κάτω, κομμάτια και θρύψαλα. Ημίγυμνες και εξαθλιωμένες μαινάδες οι Ευανθία Κουρμούλη και Δέσποινα Σαραφίδου, γυναίκες απ’ τις Πλαταιές κι απ’ τους ελάχιστους επιζήσαντες της πόλης που γκρεμίστηκε συθέμελα και σβήστηκε απ’ το χάρτη, σέρνουν τα βήματά τους και καταθέτουν τη δική τους μαρτυρία: τη φρίκη, την οδύνη του πολέμου και τις μηχανές του που ξερνούσαν φωτιά με φώσφορο και πίσσα…
Η πτώση της Ποτίδαιας και ο Εμφύλιος της Κέρκυρας που αφηγούνται οι Δώρα Στυλιανέση και Μυρτώ Ρήγου, οδηγούν πλέον τον πόλεμο σε δυσθεώρητα επίπεδα ωμότητας: η φρίκη, η απόλυτη φρίκη. Αγγίζουμε πλέον τον πάτο της ανθρώπινης έκπτωσης, τον Κάτω κόσμο του ανθρώπου, θα έλεγε ένας Ραυτόπουλος, όπου τα αποτρόπαια ανθρώπινα ένστικτα έχουν κυριαρχήσει. Ανατομία της ψυχολογίας του φανατισμού. Η μπάλα έχει χαθεί και η «δημοκρατικότητα της βίας» έχει κυριαρχήσει. Κι ενώ ο θάνατος διαρκώς μεταμορφώνεται και παίρνει χίλιες μορφές, στην ορχήστρα περιδιαβαίνει με τη χλαίνη της η Νάνα Παπαδάκη, απαγγέλλοντας Ηλία Λάγιο: «Προ των συρματοπλεγμάτων Μακρονήσου εκεί κάθισα και έκλαψα». Μ’ ένα άλμα στο χρόνο βρισκόμαστε στις σπαρμένες με πτώματα, με άδειες φυσιγγιοθήκες, με γράμματα γυναικών και οικογενειακές φωτογραφίες ηπειρώτικες πλαγιές: «Γράμμε μου στράψε να σε δω, τραγούδι για να αρχίσω». Ο Εμφύλιος διαρκώς παρών.
Με τον χαρακτηρισμό του Περικλή (Ανδρέας Αντωνιάδης) εισάγεται η μεγαλύτερη δημηγορία στον Θουκυδίδη, και ο Δημήτρης Λιγνάδης, στη μέση της ορχήστρας, διαβάζει μ’ έναν κόμπο στο λαιμό: «Άρξομαι δε από των προγόνων πρώτον…». Ο Επιτάφιος, υπό τους ήχους σύγχρονων αεριωθούμενων μάχης ή, έστω, παρέλασης και εθνικής επετείου… Στο φόντο, ο χορός, ντυμένος με σχολικές ποδιές και λευκό γιακαδάκι, παρακολουθεί ακίνητος μέχρι να ενσωματώσει στους κόλπους του τον Περικλή: «Τοιόσδε μεν ο τάφος εγένετο εν τω χειμώνι τούτω […] Και τώρα, ελεύθερα θρηνήστε ο καθένας τον δικό του και μετά πηγαίντε στο καλό». Σκοτάδι και φινάλε. Χειροκρότημα στο γεμάτο θέατρο.
Αναμένουμε τη συνέχεια, καθώς δεν πρόκειται παρά για το πρώτο μέρος μιας τριλογίας εν εξελίξει, βασισμένης στο έργο του Θουκυδίδη. Το έργο της Πατεράκη, το οποίο παρουσιάστηκε την Παρασκευή και το Σάββατο 25 και 26 Ιουλίου, κλείνοντας τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών στο μικρό Θέατρο της Επιδαύρου, δεν αποτελεί παρά το πρώτο μέρος ενός τολμηρού εγχειρήματος-work in progress που απασχολεί την Πατεράκη εδώ και χρόνια και που η παρουσίασή του αναμένεται να ολοκληρωθεί τις επόμενες δύο φεστιβαλικές περιόδους. Το πρώτο μέρος της τριλογίας («Περικλής: η νεύρωση της Ηγεμονίας») θα το ακολουθήσει, το θέρος του 2015, το δεύτερο μέρος («Το σύνδρομο Αλκιβιάδης»), και το τρίτο («Άρατε Πύλας»), το θέρος του 2016. Όλα υπό τον γενικό υπέρτιτλο: «Το μανιφέστο του Πολέμου». Ελπίζω ότι η παράσταση, όπως ακούστηκε, θα επαναληφθεί στο Ηρώδειο τον ερχόμενο Σεπτέμβρη.
Μια περφόρμανς, λοιπόν, με βάση τον Θουκυδίδη και ανεξίτηλο το αισθητικό στίγμα της Ρούλας Πατεράκη, η οποία γνωρίζει όσο λίγοι την κλασική παράδοση, αλλά και νιώθει άνετα στο μοντερνισμό και ακκίζεται με τις ακρότητες της πρωτοπορίας. Δίπλα στο λόγο του μεγάλου ιστορικού αντηχεί η φωνή, ο λόγος και οι αναγνώσεις της ιδιαίτερης αυτής μορφής του σύγχρονου ελληνικού Θεάτρου: ηθοποιός, σκηνοθέτης, δραματουργός και θεατρικός δάσκαλος, μεταξύ άλλων, ταυτόχρονα. Τολμηρό το εγχείρημα. Δύσπεπτο το κείμενο. Ακόμα πιο δύσκολο το θέαμα. Όποιος περίμενε κάτι άλλο, έμεινε προφανώς ανικανοποίητος και προβληματισμένος. Μα γίνεται η Ιστορία θέατρο; Τι αναλογίες μπορεί να έχει η ιστορική γραφή με την τραγωδία; Αρκεί η δραματική λειτουργία των δημηγοριών, σε αναλογία με τους αγώνες λόγων των τραγικών; Η τραγική θεατρικότητά τους και η δραματική ειρωνεία; Όπως και να ’χουν τα πράγματα, είναι γνωστό ότι στα χέρια της Πατεράκη και ο τηλεφωνικός κατάλογος θα μπορούμε να γίνει θέατρο, κι εδώ, η ιστορία του Θουκυδίδη γίνεται μια ιστορική τραγωδία που παρακολουθεί τη γέννηση και την πτώση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ανεβάζοντας επί σκηνής τους πολιτικούς προπαγανδιστές της και το ανώνυμο πλήθος ως τραγικούς πρωταγωνιστές. Όλοι, αθύρματα της Ιστορίας σ’ ένα δράμα εν εξελίξει (βλ. το σημείωμα του μεταφραστή Γιάννη Λιγνάδη). Επίκεντρο η Αθηναϊκή Δημοκρατία, δεσπόζουσα η μορφή του Περικλή, δραματική κορύφωση ο Επιτάφιος. Καμβάς το κείμενο του Θουκυδίδη (μετάφραση Γιάννης Λιγνάδης) από το οποίο επιλέγονται τα κομβικά γεγονότα από την έκρηξη του πολέμου το 431 π.Χ. μέχρι το 427 π.Χ. και πάνω στον οποίο η Πατεράκη απλώνει περίτεχνα τις δικές της επάλληλες χρωματικές στρώσεις από άσπρο και μαύρο ανθρακί, καρμίνιο και κιννάβαρι, καθώς μεταφράζει, παραφράζει, διασκευάζει, ενσωματώνει και αφομοιώνει κείμενα άλλων ή γράφει και δικά της. Σύγχρονο «πολιτικό» θέατρο που δεν ακολουθεί την ατραπό της καταγγελίας, αλλά της ανθρωπολογικής έρευνας.
Σε μία παράσταση δύο ωρών από ένα θίασο 50 ατόμων, καθένας θα μπορούσε να έχει επιμέρους ενστάσεις. Χαλαρή σύνδεση της αποσπασματικής κατακερματισμένης σύνθεσης; Έμφαση στο λόγο και στην εικόνα με περιορισμό της δράσης; Ανισοβαρείς ερμηνείες; Πιθανόν. Ωστόσο, πρόκειται για συλλογική παράσταση που, ακόμα κι αν ξεχωρίζουν κάποιοι ερμηνευτές, το βάρος πέφτει στο καλοκουρδισμένο σύνολο. Έτσι προκύπτει ένα άρτιο εικαστικά θέαμα με εικόνες φοβερής έντασης, «φωτογραφία» που θα ζήλευε ο κινηματογράφος του Αγγελόπουλου, διακειμενικές αναφορές σε ποικίλες τέχνες, λειτουργική μουσική (Λάμπρος Πηγούνης) που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την παράσταση χωρίς απλώς να σχολιάζει (ήχοι μάχης, μύγες, ζουζουνίσματα και, κατά τόπους, η κατάλληλη δραματική αποφόρτιση: κάποια στιγμή ακούγεται το τραγούδι της Sailor Μoon, από την ομότιτλη σειρά κινουμένων σχεδίων). Φυσικά, ο λόγος, απόλυτος πρωταγωνιστής, κυριαρχεί. Θεατρικός και δραματικός, αντλεί λεκτικά, γραμματικά, συντακτικά και ρυθμικά δάνεια από όλο το φάσμα της ελληνικής γλωσσικής παράδοσης και όλα τα επίπεδα ύφους της ελληνικής γλώσσας: από το χθαμαλό στο υψηλό και τούμπαλιν.
***
Έμεινα ν’ αναρωτιέμαι αν τελικά η «Δημοκρατία» είναι θέμα αντίληψης, όπως ακούσαμε προσφάτως πάλι από επίσημα χείλη. Προφανώς! Και ο επιτάφιος λόγος που εκφώνησε ο ηγέτης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, για τους αθηναίους στρατιώτες που είχαν σκοτωθεί το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, παραμένει ο διασημότερος έπαινός της, εγγεγραμμένος πλέον στη συλλογική συνείδηση του Δυτικού Πολιτισμού.
Στο συγκλονιστικό βιβλίο του Τζον Μπάροου, Μια ιστορία των ιστοριών, που μόλις κυκλοφόρησε (εκδ. Τόπος). το σχετικό κεφάλαιο για τον Θουκυδίδη έχει τον σημαίνοντα τίτλο «Η Πόλις. Οι χρήσεις και οι καταχρήσεις της εξουσίας». Ο Μπάροου δικαιολογεί το θαυμασμό του Νίτσε προς τον Θουκυδίδη, αλλά και τον Μακιαβελικό Ηγεμόνα. Ο Θουκυδίδης μοιάζει άτρωτος: «Δεν υπάρχει διαυγέστερη, πιο απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις ευφυΐα που να επιδόθηκε ποτέ στη συγγραφή Ιστορίας».
Ο Ουμπέρτο Έκο, στο «Superior stabat. Η ρητορική του λύκου και του αρνιού», εξετάζει το λόγο αυτόν, αλλά και άλλες δημηγορίες (κυρίως, την αντιπαράθεση Αθηναίων-Μηλίων) υπό το ρητορικό σχήμα της κατάχρησης και φτάνει να τον συγκρίνει με λόγο του Μουσολίνι… Φαίνεται να έχει δίκιο. Οι Μήλιοι θέλουν να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους και οι Αθηναίοι τους απειλούν. Οι Μήλιοι επιμένουν, δεν πιστεύουν ότι μπορούν ν’ αντιπαρατεθούν στη δύναμη των Αθηναίων, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θα υποκύψουν, γιατί είναι πιστοί στους θεούς που αντιτίθενται στην αδικία, για να εισπράξουν την αφοπλιστική απάντηση των Αθηναίων:
«Τίποτα από όσα θεωρούμε σωστά και κάνουμε δεν είναι έξω από αυτό που πιστεύουν οι άνθρωποι για τους θεούς και επιθυμούν για τους εαυτούς τους. Πράγματι πιστεύουμε ότι τόσο οι θεοί (όπως υποθέτουμε) όσο και οι άνθρωποι (όπως ανέκαθεν ξέρουμε), από τη φυσική τους ροπή, επικρατούν σε όποιον μπορούν να υποτάξουν. Εκμεταλλευόμαστε και εμείς αυτόν τον νόμο που δεν τον θεσπίσαμε εμείς, ούτε τον εφαρμόσαμε πρώτοι, αλλά βρισκόταν ήδη στη διάθεσή μας. τον κληρονομήσαμε σε ισχύ και θα τον κληροδοτήσουμε στο τέλος και θα παραμείνει πάντα σε ισχύ. Ξέρουμε καλά ότι κι εσείς και οι άλλοι, αν είχατε τη δική μας δύναμη, θα πράττατε με τον ίδιο τρόπο»
Επί σκηνής, η μόνη αληθινή ρητορική της κατάχρησης που δεν ψάχνει άλλες δικαιολογίες πέρα από τον εαυτό της, λέει ο Έκο, μεταφράζοντας ειρωνικά το επιχείρημα των Αθηναίων: «Ή χορεύεις στο σκοπό μου ή άντε κόψε το λαιμό σου».
Τα ίδια εξάλλου έχουν ισχυριστεί οι Αθηναίοι και στην αρχή του πολέμου, στο απόσπασμα που επιλέγει η Πατεράκη:
«Πάντα ήταν φυσικός νόμος οι πιο ισχυροί να εξουσιάζουν τους πιο αδύνατους. Έτσι κι εμείς δεν κάναμε τίποτα το εκπληκτικό και ξένο προς τη φύση του ανθρώπου, όταν δεχτήκαμε την εξουσία που μας έδωσαν και δεν θέλουμε να την παρατήσουμε, υποκύπτοντας στα τρία πανίσχυρα κίνητρα: φιλοδοξία, φόβο και συμφέρον. Αφού μάλιστα πιστεύουμε ότι το αξίζουμε».
Εκεί, όμως, η μετριοπάθεια του Περικλή απέτρεψε την τιμωρία των Μυτιληναίων, για παράδειγμα, που αποστάτησαν. Δεν θα συμβεί το ίδιο στην εκφυλισμένη Δημοκρατία των διαδόχων. Όπως και να ’χουν τα πράγματα, το συμπέρασμα είναι οδυνηρό. Η Ιστορία δεν είναι άλλο από μια μακροσκελής, πιστή και λεπτομερής μίμηση αυτού του προτύπου, παρόλο που δεν έχουν όλοι οι καταχραστές τη γενναιότητα και τη διαύγεια των καλών Αθηναίων, θα πει ο Ουμπέρτο Έκο.
Ευτυχώς στις μέρες μας είμαστε τυχεροί που πληθαίνουν οι γενναίες και διαυγείς φωνές, κι όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει!
Μέχρι να ροδίσει η αυγή…
Αριστοτέλης Σαϊνης
Επίδαυρος 25-27 Ιουλίου 2014
*Αριστοτέλης Σαΐνης
Φιλόλογος - Κριτικός λογοτεχνίας
(Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού)