Είμαι από τη γενιά που πρόλαβε τα μπακάλικα. Θυμάμαι τη μυρωδιά τους και θυμάμαι και το χαμόγελο του κυρ- Παναγή κάτω από τα μουστάκια του, κάθε φορά που με έστελνε η μαμά μου να πάρω φέτα. Πολύ γρήγορα, στις αρχές του ’80 τα μαγαζάκια αυτά δεν άντεξαν την ολοένα και μεγαλύτερη πίεση που τους ασκούσαν τα supermarket και ένα- ένα άρχισαν να κλείνουν.
Δέκα χρόνια αργότερα μέσα στη δεκαετία του ’90 άρχισαν να σωπαίνουν και τα μικρά σινεμά. Μάλιστα για την ειρωνεία του πράγματος το σινεμά των παιδικών μου χρόνων, το ΑΝΩ, δυο τετράγωνα πάνω από τη μάντρα της Κοκκινιάς έγινε supermarket. . Κουλουβάχατα. Τη θέση τους πήραν τα τεράστια multiplex, που στο όνομα της εμπορικότητας συντηρούν μια χαρακτηριστική ομοιομορφία στις επιλογές τους, αφού συνήθως παρουσιάζουν mainstream παραγωγές που τις στηρίζουν δυνατά ονόματα της showbiz.
Την τελευταία δεκαετία παρακολουθώ να πέφτει και το τελευταίο κάστρο. Η θεατρική πράξη συγκεντρώνεται επικίνδυνα σε ομίλους και ιδρύματα τα οποία έχοντας την οικονομική δυνατότητα, μέσω της διαφήμισης στοχεύουν στο μεγάλο κοινό. Χρησιμοποιείται η ίδια συνταγή με τους σινεμαδες και τα μπακάλικα. Αυτά προσθέτουν και τους κακοπληρωμένους ηθοποιούς. Ακόμα καλύτερα δουλεύουν ως μεταπράτες. Παίρνουν έτοιμες παραγωγές ενοικιάζοντας τις αίθουσες τους και βάζοντας ένα ποσοστό που αναγκάζει τις ομάδες που θέλουν να δείξουν τη δουλειά τους να δουλεύουν ουσιαστικά δωρεάν. Και δεν λέω, το προϊόν ποικίλει από αηδία μέχρι εξαιρετικό, αλλά αρχίζει να χάνεται η μυρωδιά, το χειροποίητο του πράγματος.
Γι’ αυτό, όταν έμαθα ότι θα επαναλειτουργήσει η Αλκυονίδα, αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση. Δεν πρόλαβα παρά μόνο τον απόηχο της τέλη του ’80 με αρχές του ’90 αλλά ακόμη και ο απόηχος ήταν πολύ ισχυρός. Η Αλκυονίδα υπήρξε ένα ιστορικό σινεμά που στους δύσκολους καιρούς της δικτατορίας, μαζί με το Studio, υπήρξαν η όαση των sinefil αφού φιλοξένησαν αριστουργήματα της 7ης τέχνης και πολιτικές ταινίες, που διαφορετικά δεν θα έβρισκαν το δρόμο προς τις κινηματογραφικές αίθουσες, μια που το πρόσταγμα των καιρών ήταν πολιτιστική ισοπέδωση.
Η Αλκυονίδα λειτούργησε για 23 χρόνια και έκλεισε το 1992. Σ’ αυτό το διάστημα μέσα στην αίθουσα της πολλοί έφηβοι της εποχής αλλά και μεγαλύτεροι, βρήκαν καταφύγιο και σχολείο και ονειρευτήκαν ένα καλύτερο κόσμο. Όταν θέλησα να γράψω μπήκα στη σελίδα της και διάβασα δηλώσεις θαμώνων της, που κάποιοι μάλιστα από αυτούς έχουν πια προσφέρει και οι ίδιοι πολύ σημαντικό καλλιτεχνικό εργο. Με ξάφνιασε η ένταση των αναμνήσεων και του συναισθήματος που έβγαζαν αυτές οι δηλώσεις. Φέτος ανοίγει και πάλι τις πόρτες της και οι στόχοι λειτουργίας παραμένουν οι ίδιοι μια που κατά τον καλλιτεχνικό της διευθυντή Βελισάριο Κοσσυβακη « οι καιροί παρουσιάζουν τεράστιες ομοιότητες».
Στο χώρο θα φιλοξενούνται επίσης θεατρικές και μουσικές παραστάσεις με καλλιτεχνικό έλεγχο από τους ίδιους τους καλλιτέχνες και όχι από τη παραγωγή. Σήμερα με το κλίμα που πάει να διαμορφωθεί, οποιαδήποτε εστία ανεξάρτητης καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι καλοδεχούμενη. Ελπίζοντας ότι αυτοί οι χώροι θα συμβάλουν στο να επιτελέσει η τέχνη τον πραγματικό της προορισμό. Όχι δηλαδή μόνο να περιγράφει την πραγματικότητα αλλά και να μας κινητοποιεί να την αλλάξουμε όταν αυτό χρειάζεται.
Μεγάλη χαρά θα κάνει όμως και το μικρό μου μια που όλα τα πρωινά της εβδομάδας θα είναι αφιερωμένα στα παιδιά και τα Σαββατοκύριακα θα υπάρχει Καραγκιόζης η μαριονέτες. Το σινεμά στεγάζεται στην οδό Ιουλιανού που βρίσκεται στην ευρύτερη γειτονιά μας η οποία είναι πολύ ταλαιπωρημένη και διψάει για τέτοιες προσπάθειες.
Εντύπωση μου έκανε και το γεγονός ότι το σινεμά στη προσπάθεια του να μαζέψει ένα σταθερό κοινό θα προσπαθήσει να δουλέψει με «εισιτήρια διαρκείας» ενώ το εισιτήριο των ανέργων θα είναι μόνο στα 3 ευρώ.
Καλό ξεκίνημα, λοιπόν, για την Αλκυονίδα γύρω στα μέσα του Οκτωβρη με την ελπίδα να γίνει πραγματικότητα το σλόγκαν της «Αλκυονίδες μέρες 365 μέρες το χρόνο».