Φέτος ο Φώτης Μακρής, η ψυχή του studio Μαυρομιχάλη, επέλεξε να ξεκινήσει τη σεζόν με την επανάληψη ενός νεοελληνικού έργου της Λείας Βιτάλη, το "Ζεϊμπέκικο". Ο Γιώργος Νινιός, η Στέλλα Κρούσκα και η Ρένα Κουμπαρούλη μαζί με μια ζωντανή ορχήστρα ζωντανεύουν επί σκηνής το έργο της Λείας Βιτάλη, που καθρεφτίζει με καυστικό χιούμορ και τρυφερότητα την ελληνική πραγματικότητα.
Σε μια Ελλάδα που συνεχώς επαναλαμβάνει τα λάθη της, ένας ασυμβίβαστος καλλιτέχνης αντιστέκεται στο σύστημα με τη ζωή και τα τραγούδια του και βιώνει ακραίες καταστάσεις, ενώ το μόνο που αναζητά με πάθος είναι η αγάπη. Όταν όμως όσοι δεν αντέχουν την αλήθεια τον αρνούνται, εκείνος ξεπερνάει τα όρια και σηκώνει το όπλο του. Ποιον σημαδεύει; Αυτούς που τον απαξίωσαν ή τον ίδιο του τον εαυτό; Το μυστικό του, που το κρατά καλά κλεισμένο στο χρυσό σημειωματάριο της φυλακής, θα αποκαλυφθεί από τη γυναίκα που η αγάπη της, αν και μεγάλη, δεν ήταν αρκετή για εκείνον, που στη ζωή του τα ήθελε όλα. Και είναι αυτό το μυστικό που θα φέρει τελικά την αγάπη σ’ αυτούς που ο ίδιος ήθελε να τον αγαπούν. Ο Γιώργος Νινιός εξηγεί για τον κεντρικό ήρωα, το Λευτέρη: "Ζει με πάθος τη ζωή του. Η μουσική είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Οι προσωπικές του στιγμές είναι γεμάτες ένταση και στα άκρα. Τον συναντάμε την περίοδο, που έχει πληρώσει και πληρώνει ένα μεγάλο λάθος, το οποίο υποστηρίζει πως είναι η μόνη σωστή πράξη στη ζωή του. Γιατί, όπως λέει: “Το μεγάλο λάθος δεν είναι λάθος. Είναι στάση ζωής”.
Έχει διαμορφώσει ένα δικό του κώδικα ηθικής, που τον θεωρεί αδιαπραγμάτευτο. Με αυτόν τον κώδικα, ζει την επαγγελματική του και την προσωπική του ζωή και έχοντας οδηγό αυτόν τον κώδικα, έρχεται σε σύγκρουση με τους γύρω του, μέχρι την οριστική του “αποχώρηση”. Το μόνο του καταφύγιο σε αυτή τη σύγκρουση, είναι η μουσική. Μέσα από αυτήν πολεμά τις εσωτερικές του συγκρούσεις και τις δυσκολίες του να συνυπάρξει με τον περίγυρο του".
Ο Φώτης Μακρής μας εξηγεί για ποιους λόγους πιστεύει ότι η παράσταση είχε τόσο μεγάλη ανταπόκριση. "Νομίζω ότι τρία είναι τα κυριότερα στοιχεία. Πρώτον, το κείμενο της Λείας Βιτάλη. Έχει μια σπάνια εσωτερικότητα και μια “παγκόσμια ελληνικότητα”, ας μου επιτραπεί ο όρος, καθώς καταφέρνει να είναι απόλυτα Ελληνικό, χωρίς όμως να κουβαλά ηθικογραφικές μανιέρες που τόσο πολύ μας έχουν ταλαιπωρήσει στο παρελθόν. Οι ήρωες και οι καταστάσεις του έργου είναι άμεσα αναγνωρίσιμες από το κοινό, καθώς είναι βγαλμένες μέσα από την ψυχή του Έλληνα και κυρίως από την ανάγκη του να ζήσει τη ζωή του με πάθος και να εκφράσει τα συναισθήματά του, μέσα από το τραγούδι. Δεύτερο στοιχείο, είναι η παρουσία του Γιώργου Νινιού στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σχέση του Γιώργου με τη λαϊκή μουσική και τα ρεμπέτικα, καθώς παίζει ο ίδιος μπουζούκι και τραγουδά, καθώς επίσης και κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς του, που άπτονται του ρόλου που ερμηνεύει, δημιούργησαν μια ερμηνεία ευαίσθητη και “ακραία” αληθινή.
Τρίτον και τελευταίο στοιχείο, είναι η δύναμη της Μουσικής. Στην παράσταση υπάρχει ζωντανή ορχήστρα και ακούγονται πολλά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια. Επίσης, μετά την παράσταση, η βραδιά συνεχίζεται. Οι μουσικοί και οι ηθοποιοί στήνουν ένα πάλκο, οι θεατές χαλαρώνουν με τη βοήθεια και του τσίπουρου που τους κερνάμε, και η παράσταση ολοκληρώνεται με ένα μικρό γλέντι".
Η παράσταση ταξίδεψε αρκετά σε διάφορα φεστιβάλ στην Ελλάδα και την Κύπρο. Η Στέλλα Κρούσκα αναφέρει : "Το έργο δημιούργησε μεγάλο ενδιαφέρον και στους θεατές, αλλά και σε μας, συντελεστές και ηθοποιούς. Φυσικά μας ενδιαφέρουν τα καινούργια ελληνικά έργα, αλλά αυτό δεν αρκεί. Στο Ζεϊμπέκικο βρήκαμε αυθεντικούς χαρακτήρες, καταστάσεις που αναγνωρίζουμε, πάθη και λάθη που χαρακτηρίζουν τον Έλληνα, καθώς και την ανάγκη του να εκφράζει και τη χαρά του και τη λύπη του με το τραγούδι. Όλοι μας πιστέψαμε πως αυτό το έργο θα έπρεπε να ανέβει στο studio Μαυρομιχάλη. Το ότι συνεχίζουμε για δεύτερη χρονιά, νομίζω ότι μας δικαιώνει".