Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης φέτος σκηνοθετεί στο Κ.Θ.Β.Ε τον " Δον Ζουάν" του Μολιέρου, ίσως την πιο σκοτεινή κωμωδία που γράφτηκε ποτέ. Ένας ήρωας που κυνηγάει τον έρωτα και καταστρέφει όποιον τολμήσει να τον αγαπήσει... Κια η τιμωρία ίσως είναι να βρει τη συνείδησή του ή μια κόλαση χωρίς κάποιον να τον ποθεί.
Ο "Δον Ζουάν" είναι ένα έργο που σχεδόν εμπεριέχει τα πάντα. Εσείς σε ποια στοιχεία του επιμένετε;
Ας δούμε πρώτα τι περιέχει. Περιέχει: πρόσωπα που φέρουν γαλλικά και ισπανικά ονόματα και ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις που υπάρχουν στη Γαλλία, τον 17ο αιώνα (αριστοκράτες, αστοί, λαϊκοί, χωρικοί, περιθωριακοί)• έναν κυνικό, ελευθεριάζοντα, άθεο, καρδιοκατακτητή που παραβιάζει τους ηθικούς κανόνες της εποχής του, προκαλεί το κοινό αίσθημα και επισύρει την οργή του Ουρανού• έναν υπηρέτη θεοσεβούμενο που αγανακτεί με τη συμπεριφορά του κυρίου του, αλλά που οφείλει να του είναι πιστός• έναν πατέρα που δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος από τη διαγωγή του γιου του και που του παίρνει τα αυτιά. θυμίζοντάς του τις υποχρεώσεις των ευγενών και τις αρετές που χαρακτηρίζουν τα μέλη της γενιάς του• μια σύζυγο, πρώην καλόγρια, παρατημένη αμέσως μετά το γάμο της, που το πρωί έρχεται να ζητήσει τα ρέστα από τον άπιστο και που το βράδυ, πριν πάει να κλειστεί πάλι σε μοναστήρι, του φέρνει ένα μήνυμα του Ουρανού• τα αδέλφια της που γυρεύουν να πάρουν εκδίκηση για την προσβολή που έγινε στην τιμή της οικογένειάς τους• έναν χωριάτη που είναι ερωτευμένος με κάποια που δεν τον αγαπά και πρόκειται να την παντρευτεί• δυο χωριατοπούλες που γοητεύονται από έναν αριστοκράτη που ξέρει να μιλάει ωραία• έναν φτωχό ερημίτη που δεν απαρνιέται την πίστη του παρά το δέλεαρ του χρήματος και που ανταμείβεται για την ηθική ακεραιότητά του• τρεις ληστές που επιτίθενται σε έναν ευγενή• δυο λακέδες που σερβίρουν το γεύμα• έναν προμηθευτή που –τι θράσος!- έρχεται να ζητήσει αυτά που του χρωστούν• ένα άγαλμα κάποιου αξιωματούχου που είχε σκοτώσει ο προαναφερθείς ατάσθαλος αριστοκράτης, το οποίο κινείται, μιλάει και έρχεται να δειπνήσει μαζί του• τέλος, ένα φάντασμα που μεταλλάσσεται σε δρεπανηφόρο Χάροντα-Χρόνο. Περιέχει: δράσεις, φυσικές και υπερφυσικές, που εκτυλίσσονται σε μια φανταστική Σικελία, σε έξι τουλάχιστον διαφορετικά μέρη (ένα παλάτι περιπάτου, ένα παραθαλάσσιο χωριό, ένα δάσος, ένα μαυσωλείο μέσα στο δάσος, το σπίτι του Δον Ζουάν, μια εξοχή), καθώς και όλα τα τότε γνωστά είδη θεάτρου: τραγωδία, κωμωδία και δη φάρσα, βουκολικό ειδύλλιο, ηρωικό δράμα, θέατρο με μηχανές. Περιέχει ακόμη: εγκώμια για τις ευεργετικές συνέπειες του καπνού, για την αστάθεια στον έρωτα και τη συχνή αλλαγή ερωτικού στόχου, για την υποκρισία ως μέσον επιβίωσης και επιβολής• αποδοκιμαστικούς λόγους κατά της ιατρικής, κατά του ορθολογισμού, κατά της πίστης, κατά της δέσμευσης, κατά της ασέβειας και της απιστίας, κατά των μονομαχιών, κατά της ανθρώπινης ματαιοδοξίας• οντολογικά, φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα (τι είναι ο άνθρωπος, ποιος έκανε τον κόσμο, αναφορές σε Αριστοτέλη και Επίκουρο…)• λαϊκές δοξασίες και δεισιδαιμονίες• επαναλαμβανόμενες απειλές, ή προειδοποιήσεις για Ουράνια τιμωρία και κατακρήμνιση στην κόλαση• αποπλανήσεις, παραπλανήσεις, υπεκφυγές και φυγές• διεκδικήσεις οφειλών και παράπονα για απλήρωτους μισθούς.
Δεν περιέχει όμως και πολλά άλλα. Για παράδειγμα, δεν περιέχει καμία κοινωνική διεκδίκηση ή νύξη για κοινωνική επανάσταση. Ή, παρά τις προσδοκίες μας, και σε αντίθεση με τον "Δον Ζουάν" του Τίρσο ντε Μολίνα που προηγείται κατά 35 χρόνια (1630), καμία σκηνή με σαρκικό έρωτα, κι αυτό όχι για λόγους σεμνοτυφίας, φαντάζομαι. Είναι αξιοσημείωτο ότι καμία από τις ερωτικές επιχειρήσεις που αναλαμβάνει ο μολιερικός ήρωας δεν στέφεται από επιτυχία, δεν ολοκληρώνεται με ερωτική συνεύρεση. Και δεν είναι το μόνο περίεργο σ’ αυτήν την κωμωδία. Πρόκειται για ένα έργο αινιγματικό, πολυσήμαντο, γεμάτο αντιφάσεις. Θέλω να αναδείξω όλες τις πλευρές του, να μην περιοριστώ σε μία μόνο ανάγνωση (πολιτική, κοινωνική, θεολογική, ψυχαναλυτική…) Και κυρίως θέλω να προβάλω την κριτική, και συχνά περιπαικτική και ειρωνική, ματιά που νιώθω ότι υιοθετεί ο Μολιέρος απέναντι σ’ αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «διαστροφές» του καιρού του.
Μου είπατε πως είναι μια κωμωδία. Παρόλα αυτά έχει ένα έντονα σκοτεινό στοιχείο. Υπάρχει αυτό στην παράστασή σας;
Το ένα δεν αποκλείει το άλλο και τα σκοτεινά ή μεταφυσικά στοιχεία μπορούν μια χαρά να συνυπάρξουν με τα κωμικά ή να αποδοθούν και αυτά με κωμικό τρόπο (π.χ., ό,τι συμβαίνει μέσα στο μαυσωλείο του Διοικητή στο τέλος της Γ΄ Πράξης, ή κατά το δείπνο με την επίσκεψη του αγάλματος στο τέλος της Δ΄ Πράξης, ή ακόμη με την εμφάνιση του φαντάσματος στην Ε΄ Πράξη). Ο ίδιος ο Μολιέρος χαρακτηρίζει το έργο του «κωμωδία», αυτόν τον υπότιτλο του δίνει, και νομίζω ότι πρέπει να πάρουμε εντελώς στα σοβαρά μια τέτοια υπόδειξη. Θα ήταν ίσως πιο σωστό να μιλάμε για κωμικοτραγωδία. Αλλά, αν κοιτάξουμε πιο προσεχτικά, θα διαπιστώσουμε ότι η τραγωδία υποσκάπτεται διαρκώς από την κωμωδία, ότι δεν καταφέρνει ποτέ να εδραιωθεί για τα καλά, και ότι μέχρι το τέλος δεν εγκαταλείπεται το χιούμορ και η ειρωνική διάθεση. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο δεν κλείνει ακριβώς με την εξαφάνιση στα τάρταρα του κεντρικού ήρωα, που, ας το υπογραμμίσουμε κι αυτό, πηγαίνει αμετανόητος στον χαμό του και με μια, θα έλεγα, επιστημονική περιέργεια, αλλά με τον υπηρέτη του, τον Σγκαναρέλ, να κλαίει τους χαμένους μισθούς του. Και ο Σγκαναρέλ ανήκει ολοκληρωτικά στον κόσμο της φάρσας, παρόλο που μέσα του ζει μια τραγωδία, έναν φοβερό διχασμό ανάμεσα στο χρέος του να υπηρετεί τον Δον Ζουάν και τον αποτροπιασμό που νιώθει για τον έκλυτο βίο του κυρίου του. Αντιθέτως, ο Δον Ζουάν φαίνεται να μην έχει άλλη έγνοια από την ικανοποίηση του εαυτού του και δεν διακατέχεται από καμιά, τραγική ή μη, αγωνία, από κανένα υπαρξιακό δίλημμα, όπως εκείνα, ας πούμε, που ταλανίζουν τον Άμλετ. Το έργο του Μολιέρου κινείται διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού, στο μεταίχμιο, και ένας από τους στόχους της σκηνοθεσίας μου είναι ακριβώς η εύρεση και η διατήρηση αυτής της επικίνδυνης ισορροπίας.
Ποιος είναι τελικά ο Δον Ζουάν και γιατί καταστρέφει όσους τον αγαπούν;
Ο Δον Ζουάν είναι πρωτίστως ένας μύθος, και όχι ένα πραγματικό πρόσωπο. Σαφώς, όπως και άλλοι μύθοι, έχει καθίσει κι αυτός στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης και, αναλόγως με τον ψυχαναλυτή, έχουμε έναν Δον Ζουάν ομοφυλόφιλο, ανίκανο, σαδιστή, μαζοχιστή, ή όλα αυτά μαζί. Στο έργο του, ο Μολιέρος βάζει τον Δον Λουί να αποκαλεί τον γιο του «τέρας της φύσεως», και τον Σγκαναρέλ να τον περιγράφει ως ένα «αποκτηνωμένο ζώο», ένα «γουρούνι του Επίκουρου», «αληθινό Σαρδανάπαλο», ή ως μια προσωποποίηση του διαβόλου. Ο ίδιος ο Δον Ζουάν μιλάει για την πλήξη που νιώθει αμέσως μόλις κατακτήσει το αντικείμενο του πόθου του και τη διάθεσή του για αλλαγή. Δεν πρόκειται ωστόσο για έναν μανιακό του σεξ, αλλά για έναν μανιακό της κατάκτησης, που μάλιστα θέλει να συγκρίνεται με τον Μέγα Αλέξανδρο. Δεν πρέπει να τον συγχέουμε με τον Καζανόβα. Δεν ενδιαφέρεται για ουσιαστική γνωριμία με κάποιον. Δεν ενδιαφέρεται να αγαπήσει αλλά ούτε και να αγαπηθεί. Μόνο να γοητεύσει, να κατακτήσει και μετά να φύγει. Μπορούμε να αναρωτηθούμε αν έχει συνείδηση και τι είδους. Αν ξέρει τι ζημιά προκαλεί. Κι αν το ξέρει, πόσο ενδιαφέρεται. Συχνά, έχω την εντύπωση ότι ο Δον Ζουάν δε στοχάζεται, ότι συμπεριφέρεται σαν τα παιδιά που ζητούν με επιμονή ένα παιχνίδι και μόλις το αποκτήσουν και παίξουν λίγο μαζί του το εγκαταλείπουν ή το κάνουν κομμάτια. Ή σαν ένα ανεξέλεγκτο στοιχείο της φύσης, ένα τσουνάμι, ας πούμε, που έρχεται από το πουθενά, μας αιφνιδιάζει, μας παρασέρνει και μας συνθλίβει, ακυρώνοντας κάθε αντίστασή μας, την ίδια την ύπαρξή μας.
Μιλήστε μας για τη σκηνοθετική σας γραμμή. Πού έχετε μεταφέρει τη δράση του έργου;
Είναι, νομίζω, η πρώτη φορά που επιδιώκω μια τόσο ξεκάθαρη αναφορά στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του έργου. Κι αυτό, όχι τόσο γιατί βαρέθηκα την κοινοτοπία που συνιστά πλέον η εκσυγχρονιστική τάση –αλλά μήπως είναι πια καιρός να τελειώνουμε με την επιδημία των πλαστικών ποτηριών, των trendy κοστουμιών, των μικροφώνων, των βίντεο, κ.λπ., που μαστίζει τις περισσότερες σύγχρονες παραστάσεις κλασικών, και μη, έργων, να τελειώνουμε πια μ’ αυτήν την ομοιογενοποίηση των πάντων;-, όσο γιατί πιστεύω πως ο μολιερικός Δον Ζουάν, εφόσον ληφθεί η απόφαση, όπως στην περίπτωσή μας, να παρασταθεί χωρίς περικοπές ή άλλου τύπου επεμβάσεις, δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητός παρά σε συνάρτηση μ’ αυτόν τον γαλλικό 17ο αιώνα που είδε τη γέννησή του. Η μεταγραφή στο σήμερα ενός τέτοιου έργου προσκρούει στην ίδια τη θεματική του: η ερωτική αστάθεια, η απιστία, καθώς και η ασέβεια ή η αθεΐα του κεντρικού προσώπου δεν έχουν πια, στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, τίποτε το σκανδαλώδες και το κολάσιμο. Αντιθέτως, τείνουν να γίνουν ο κανόνας. Το θέμα της τιμής και της εκδίκησής της είναι επίσης -κατά συνέπεια;- παρωχημένο. Οι κοινωνικές τάξεις και οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους δεν είναι πια οι ίδιες, ούτε έχουν την ίδια σημασία. Τέλος, η σύγχρονη ειδή θα κινδύνευε να λειτουργήσει σε βάρος της προβληματικής που αναπτύσσεται μέσα στο έργο γύρω από το ρούχο και την αμφίεση, μοτίβο απόλυτα συνυφασμένο με το θέμα της υποκρισίας, αλλά και της γοητείας, ή να έρθει, σε φανερή, -όχι όμως και γόνιμη, φοβάμαι-, αντιπαράθεση με τις λεπτομερείς περιγραφές των ρούχων των ευγενών που περιέχει το κείμενο. Ωστόσο, δεν πρόκειται για αυστηρή ιστορική αναπαράσταση, αλλά μάλλον για επιβεβαίωση και εξύμνηση της θεατρικότητας, εφόσον από την αρχή δηλώνεται ο θεατρικός χαρακτήρας των κοστουμιών και ο σκηνικός χώρος έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να θυμίζει παλιό θέατρο με χρυσοποίκιλτη μπούκα και βελούδινες κόκκινες κουίντες και αυλαίες. Από την αρχή καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για έναν σύγχρονο θίασο που παίζει ένα έργο του παρελθόντος.
Γιατί ο Δον Ζουάν είναι τόσο γοητευτικός; Επειδή έχει αυτή την αίσθηση του ανεκπλήρωτου;
Και του άπιαστου, θα προσέθετα. Δεν είναι σίγουρα σύμπτωση το ότι βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, το ότι αλλάζει συνέχεια τόπο, είτε επειδή κυνηγά μια καινούρια περιπέτεια είτε επειδή τον κυνηγούν, όπως αλλάζει συνέχεια και αντικείμενα πόθου ή μάσκες, αλλά τι υπάρχει πίσω από αυτές; Αν το καλοσκεφτούμε, δεν παρουσιάζει από πράξη σε πράξη καμία συνοχή ως δραματικό πρόσωπο, το πραγματικό πρόσωπό του έχει εξαφανιστεί πίσω από τους διαφορετικούς ρόλους που παίζει, πράγμα που αυξάνει το κεφάλαιό του στην τράπεζα του μυστηρίου και επομένως της έλξης. Επίσης, παρόλο που περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα, ασκεί μιαν ανεξήγητη γοητεία γύρω του. Ίσως να πρόκειται για την περίφημη γοητεία του Κακού, όμοια με εκείνη του όφεως που πλάνεψε την βιβλική Εύα. Ο Σγκαναρέλ, π.χ., είναι αξεδιάλυτα γοητευμένος και απογοητευμένος από τον κύριό του, νιώθει αποστροφή γι’ αυτόν αλλά και θαυμασμό. Ή μήπως είναι θέμα ρούχου; Η χωριάτισσα Σαρλότ γοητεύεται πρώτα από την περιγραφή που της κάνει ο μνηστήρας της, ο Πιερρό, του ρούχου που φοράει ο Δον Ζουάν. Στη συνέχεια, γοητεύεται από την χάρη και την ευφράδεια του ήρωα, από τον τρόπο που της μιλάει αλλά και από αυτά που της λέει και που την κολακεύουν ως γυναίκα. Θα λέγαμε συνοπτικά ότι γοητεύεται από την αριστοκρατική καταγωγή του. Αλλά και η αριστοκράτισσα Δόνα Ελβίρα πέφτει θύμα των λόγων του, της επίμονης, κυρίως λεκτικής, πολιορκίας του, της εξαιρετικής υπόδυσης, εκ μέρους του, του ερωτευμένου. Ο Δον Ζουάν ασκεί μια γοητεία ανάλογη με εκείνη των σταρ, των μεγάλων υποκριτών, των ιερών τεράτων, ή σκέτο των τεράτων.
Ποια είναι η πραγματική, αν υπάρχει, τιμωρία του Δον Ζουάν;
Να αποκτήσει συνείδηση. Και δεύτερον να μη βρει στην κόλαση που πηγαίνει, ή οπουδήποτε αλλού, κανένα καινούργιο αντικείμενο πόθου.
Τι σας συγκινεί εσάς προσωπικά σε αυτή την ιστορία;
Όλη αυτή η θαυμαστή ιστορία κινεί το ενδιαφέρον μου, μου θέτει ερωτηματικά, ανιχνεύει τις δικές μου συμπεριφορές, στον έρωτα αλλά και στις άλλες κοινωνικές σχέσεις μου, ή τις σχέσεις μου με τον Θεό και τη θρησκεία, ανιχνεύει το δικό μου ποσοστό ελευθερίας ή ανελευθερίας, τους φραγμούς μου και τις παραβιάσεις μου, τις ενοχές μου και τις τιμωρίες μου, την ειλικρίνεια και την υποκρισία μου. Περισσότερο όμως με συγκινεί κάτι που σχετίζεται μ’ αυτήν την ιστορία, αλλά που είναι πέρα από αυτήν. Με συγκινεί ο ίδιος ο Μολιέρος, στην προσπάθειά του από τη μια να απαντήσει στους επικριτές του μέσα από την τέχνη του και από την άλλη, απαντώντας, να έχει καλυμμένα τα νώτα του, εξου και το αμφίσημον, ή, πιο σωστά, το πολύσημον αυτού του έργου. Βεβαίως αποτυγχάνει, γιατί δεν ξεγελά κανέναν, και ο Δον Ζουάν του δημιουργεί ένα σκάνδαλο ανάλογο μ’ εκείνο του Ταρτούφου που είχε προηγηθεί. Με συγκινεί αυτή η αποτυχία. Με συγκινεί ο καλλιτέχνης στο στόχαστρο μιας στενόμυαλης, υποκριτικής και ηθικολόγου κοινωνίας.
Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ.