Ο Ανδρέας Τρούσσας έχει γράψει την πρωτότυπη μουσική της παράστασης "Fit" (σκηνοθεσία: Δημήτρης Κομνηνός), που τη Δευτέρα, 12/1, θα κάνει επίσημη πρεμιέρα, στο θέατρο Βικτώρια. "Τον κόσμο του θεάτρου μου τον έδειξε ο Δημήτρης ο Κομνηνός, φίλος από παλιά". Όλα γίνονται για κάποιο λόγο..
Πόσα χρόνια γράφετε μουσική για θέατρο;
Mουσική έγραφα πάντα, από την πρώτη στιγμή, που έπιασα στα χέρια μου μια κιθάρα. Eίμαι αυτοδίδακτος. Πρώτα έμαθα να γράφω και μετά να παίζω. Απλά τραγουδάκια στην αρχή για τις ανάγκες των εφηβικών και μετεφηβικών συγκροτημάτων, αργότερα μουσική για την τηλεόραση, ντοκιμαντέρ, αλλά και για διαφημίσεις, που ήταν σπουδαίες «ασκήσεις ύφους», που μου έμαθαν το πώς η μουσική, εκτός από βιωματική έκφραση, μπορεί να εξυπηρετήσει μια συγκεκριμένη συνθήκη. Τον κόσμο του θεάτρου μου τον έδειξε ο Δημήτρης ο Κομνηνός, φίλος από παλιά. Μου έδωσε την ευκαιρία, αλλά και την ελευθερία να γράφω ό,τι αισθάνομαι πώς θα λειτουργήσει σε κάθε παράσταση ενώ ο ίδιος έπαιρνε τις μουσικές μου και τις σκηνοθετούσε με μαεστρία, εντάσσοντάς τες μέσα στο έργο, σαν να ήταν ένας ακόμα ρόλος. Συνεργαζόμαστε σταθερά τα τελευταία 10 χρόνια.
Στην περίπτωση του Fit, πώς εργαστήκατε;
Όταν πρωτοδιάβασα το FIT, η αλήθεια είναι ότι σκεφτόμουν μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Ακόμα και στις πρώτες αναγνώσεις στο μυαλό μου είχα κάτι άλλο. Πριν αρχίσω να το ηχογραφώ, ώστε να δώσω κάποια πρώτα δείγματα στον Δημήτρη να τα δουλέψει, παρακολούθησα μια πρόβα των παιδιών, στη σκηνή πια, και εντελώς συναισθητικά άρχισα να ακούω όλες αυτές τις σχεδόν ταξιδιάρικες, σκοτεινές, νοσταλγικές μουσικές. Οι ηθοποιοί έπαιζαν στη σκηνή και εγώ κάπου στο βάθος άκουγα τον Randy Newman, τον Τom Waits, τον David Byrne και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη να παρακολουθούν και να σχολιάζουν. Ο Δημήτρης, γνωστός οπαδός αυτής της «ευγενούς αλητείας» δεν είχε πρόβλημα να τις ενσωματώσει στην παράσταση.
"Ένα αφοπλιστικά επίκαιρο έργο". Εξηγήστε στους αναγνώστες γιατί.
Το "Fit" πραγματεύεται τις αλλοπρόσαλες, χωρίς λογικό ειρμό, διαισθητικές και σχεδόν αυτόματες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ανεξάρτητα από το φύλο ή τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Πραγματεύεται την αναζήτηση της επικοινωνίας μεταξύ γονιών και παιδιών και τις κοινωνικές συνθήκες γύρω από το χρήμα και τις εξαρτήσεις. Βάζει στη σκηνή δύο ζευγάρια, ένα στρέητ κι ένα γκέι και δείχνει στο θεατή ότι όλοι αποτελούμαστε από τα ίδια υλικά, πάσχουμε από τις ίδιες φοβίες, έχουμε τις ίδιες αναζητήσεις κι αγωνίες, πολεμάμε για τα ίδια πράγματα. Αγγίζει σχεδόν όλα τα θέματα κι όχι επιφανειακά, αλλά διεισδύοντας επί της ουσίας σ’ αυτά. Σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ έχουμε ανάγκη μια κοινωνία απαλλαγμένη από διακρίσεις και προκαταλήψεις, βασισμένη στο σεβασμό προς τον καθένα και στην αποδοχή της διαφορετικότητας του. Eίναι ένα αφοπλιστικά επίκαιρο έργο, που μας κάνει να συνειδητοποιούμε ότι η αποδοχή είναι μονόδρομος, αν θέλουμε να βιώσουμε την αγάπη και την ευτυχία.
Όσο προηγμένη είναι μια κοινωνία τόσο πιο δύσκολες είναι οι σχέσεις. Οξύμωρο, αλλά αληθινό. Συμφωνείτε;
Ναι, συμφωνώ. Η σημερινή κοινωνία κινείται με ρυθμούς εκτός της δυνατότητας της λογικής επεξεργασίας. Θέλω να πω δηλαδη, ότι οι καταιγιστικοί ρυθμοί της καθημερινότητας - ειδικά τώρα που η καθημερινότητα στερείται κάθε λογικής - στερούν τη δυνατότητα από το ανθρώπινο μυαλό να επεξεργαστεί τις βασικές και αρχέγονες ανάγκες που πηγάζουν από τη δημιουργία μιας οποιασδήποτε σχέσης. Επομένως, η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων αντί να εξελίσσεται τείνει να βαλτώνει στην αδράνεια και δυστυχώς στην υποκρισία. Το "Fit", αντίθετα με τις περισσότερες παραστάσεις, που έχουμε ανεβάσει με τον Δημήτρη, (Fucking Games, Σπιρτόκουτο κ.α.) στο τέλος προτείνει. Δεν εγείρει μόνο το ερώτημα, αλλά προτείνει και την απάντηση. Αυτό το κάνει ξεχωριστό για εμένα, διότι - ειδικά τώρα στους ζοφερούς αυτούς καιρούς που διανύουμε – η αισιοδοξία δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά ανάγκη.
Και μια ευχή ή ρήση που να τα περιλαμβάνει όλα για τη νέα χρονιά.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έχει πει ότι “Κανείς δεν μπορεί να είναι καλός για πολύ, αν δεν υπάρχει ζήτηση για καλοσύνη”.
Χρύσα Φωτοπούλου