Ο Θανάσης Κουρλαμπάς φέτος συνεργάζεται εις διπλούν με τον Βασίλη Νικολαΐδη: στο εμβληματικό “La strada” που παίζεται στο θέατρο Βικτώρια, αλλά και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο «Ελάτε σε εμάς για ένα καφέ» του Π. Κάρα στο θέατρο Φούρνος. Δύο έργα που σχολιάζουν τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, πράγμα που ο ίδιος θεωρεί πρωτεύον αίτημα του θεάτρου.
Τι είναι το “La strada”;
Είναι ένας ύμνος στην ανάγκη των ανθρώπων να επικοινωνήσουν, που είναι το βασικότερο και το πιο δύσκολο συνάμα. Πιστεύω ότι η ανθρώπινη επικοινωνία είναι πολύ δύσκολη, γιατί οι σχέσεις είναι περίπλοκες. Μιλάει λοιπόν για ένα ζευγάρι στη μεταπολεμική Ιταλία, στην δική μας παράσταση ο χρόνος δεν ορίζεται, ο σκηνικός χώρος είναι ένα άχρονο, θα έλεγα, περιβάλλον. Ο Τζανπανό, ενάς πλανόδιος καλλιτέχνης του δρόμου, αγοράζει την Τζελσομίνα, που την παίζει η Κάτια Γέρου και την εισάγει στη ζωή των τσιρκολάνων. Στην πορεία συναντούν και τον Τρελό ( Νίκος Νίκας). Τρεις άνθρωποι που συναντιούνται οι τροχιές τους και κάτι μαθαίνουν μλέσα από αυτή τη συνάντηση. Ο Τζανπανό μαθαίνει να αγαπάει, η Τζελσομίνα γιατί ζει και ο Τρελός μαθαίνει τα όρια, μέχρι πού φτάνει η ελευθερία του σε σχέση με την ελευθερία του άλλου.
Πώς προσεγγίζετε τον Τζανπανό;
Αυτός είναι ένας κλειδωμένος άνθρωπος, που δεν ξέρει πώς αγαπούν. Έχει ζήσει τη σκληρότητα, την άγρια πλευρά της ζωής, απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχει μάθει το χάδι και την τρυφερότητα. Είναι συνέχεια στο δρόμο και στον αγώνα της επιβίωσης. Συναντάει λοιπόν ένα πλάσμα με το οποίο φαινομενικά δεν μπορεί να επικοινωνήσει και όντως έτσι συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος του έργου. Με την απώλεια όμως της Τζελσομίνας συνειδητοποιεί το «έγκλημά» του: ότι η αγάπη πέρασε από δίπλα του κι αυτός δεν την άγγιξε. Ακόμα και αυτή η συνειδητοποίηση είναι ένα μεγάλο βήμα. Πολλές φορές οι άνθρωποι μαθαίνουμε όταν είναι αργά, αλλά αυτή η γνώση κάτι σου αφήνει, σε πηγαίνει παρακάτω. Το έργο τελειώνει εκεί, αλλά εγώ φαντάζομαι ότι αν καταφέρει ο Τζανπανό να συνέρθει από το χτύπημα, έχει πια τα φόντα να αγαπήσει αλλά και να ζητήσει μια μεγάλη συγγνώμη.
Πόσο σχέση έχει η παράσταση με την ταινία του Φελίνι;
Είναι ένα μεγάλο στοίχημα αυτό του σκηνοθέτη μας, του Βασίλη Νικολαΐδη. Ξεκινήσαμε να μελετάμε το κείμενο και όχι την ταινία. Ήθελε να είναι κοντά στο φελινικό σύμπαν, αλλά και να απομακρυνθεί ταυτόχρονα από την ταινία. Προσπαθήσαμε να βρούμε τη χρυσή τομή, γράφτηκε καινούργια μουσική από τον Λ. Μαριδάκη. Ο κόσμος που είναι και ο αποδέκτης της παράστασης, όσοι έχουν δει την ταινία ή έχουν παρακολουθήσει Φελίνι, λένε ότι έχουμε κρατήσει την αίσθηση. Έχουμε ελάχιστα πράγματα στο σκηνικό και αυτό ήταν μια πολύ καλή επιλογή,νομίζω. Ο χώρος ορίζεται από σκηνικά αντικείμενα ή κάποια αξεσουάρ. Μαζί με τα χρώματα και τη ζωντανή μουσική δίνουν αυτή τη «μυρωδιά» του φελινικού σύμπαντος. Έχουμε επίσης στοιχεία τσίρκου, που παρουσιάζουν αυτό τον κόσμο των πλανόδιων καλλιτεχνών που λάτρευε ο Φελίνι. Ο δρόμος γι’ αυτούς είναι πια τρόπος ζωής, είτε ως επιλογή είτε ως ανάγκη. Και αυτό κάνει το έργο τόσο ζωντανό και σημερινό.
Γιατί;
Σήμερα ακόμα στις προηγμένες χώρες, οι άνθρωποι που κοιμούνται στο δρόμο είναι πολλοί. Ο δρόμος είναι το σπίτι πολλών ανθρώπων. Βέβαια, εμείς κάνουμε ένα σχόλιο σε αυτήν την κατάσταση, όχι αντιστοίχηση.
Αυτή τη δύσκολη κατάσταση που ζούμε εσείς ως καλλιτέχνης πώς την αντιμετωπίζετε;
Δεν είναι και πολλά τα πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος σε προσωπικό επίπεδο, παρά μόνο σε συλλογικό. Είναι δύσκολο μεν αυτό, αλλά όχι ακατόρθωτο, όπως έχει αποδείξει η Ιστορία. Προσωπικά, μέσα από την αγωνία και τις δυσκολίες -γιατί είναι στοίχημα να λες στην Ελλάδα της κρίσης ότι είσαι ηθοποιός- προσπαθώ με τις επιλογές μου και τους ανθρώπους που συνεργάζομαι, να κάνουμε ένα σχόλιο πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα. Γιατί η κρίση είναι πρωτίστως κοινωνική.
Επίσης συμμετέχετε στην παράσταση «Ελάτε σε εμάς για ένα καφέ» του Π. Κάρα με την ομάδα 92 στο θέατρο Φούρνος.
Ναι, σε σκηνοθεσία και πάλι του Βασίλη Νικολαΐδη. Είναι ένα πολιτικό έργο αυτό, μια μαύρη κωμωδία. Ξεκινάει σχεδόν σαν φάρσα και καταλήγει με μια μεγάλη ανατροπή, κάνοντας ένα σχόλιο πάνω στη γέννηση του φασισμού, αλλά και κάθε ολοκληρωτισμού. Ένας στέλεχος του φασιστικού καθεστώτος εισβάλλει στη ζωή τριών ηλικιώμενων ανύπαντρων γυναικών και εκμεταλλευόμενος την ερωτική τους πείνα γίνεται απολυτό καθεστώς. Δείχνει το έργο πώς ο ολοκληρωτισμός γοητεύει κι τελικά γίνεται τελικά κυρίαρχος. Ο κόσμος που μας τιμάει με την παρουσία του, βγαίνει από το θέατρο, έχοντας αποκομίσει κάτι. Και αυτό είναι μεγάλη ευτυχία, όταν καταλαβαίνεις ότι τίμησες την επιλογή του και κατάφερες να τον αγγίξεις.
Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ.
Comments
RSS feed for comments to this post