Η Ρούλα Πατεράκη δε χρειάζεται συστάσεις. Μεγάλη ηθοποιός, δασκάλα και σκηνοθέτης, που δε φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, ακόμα κι αν οι μισοί τη μισήσουν, όπως λέει. Φέτος ερμηνεύει την Πατρίτσια Χάιμσμιθ σε σκηνοθεσία Ι. Βαρδάκη , αλλά συμμετέχει και στην παιδική παράσταση του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη « Ηρακλής, οι 12 άθλοι» στο θέατρο Πάνθεον, πράγμα για οποίο αισθάνεται ευγνώμων, γιατί τα παιδιά μετά από πολλά χρόνια που εκείνη διδάσκει, τη διδάσκουν.
Φέτος παίζετε στην παράσταση « Ηρακλής 12 άθλοι» στο θέατρο Πάνθεον. Πρώτη φορά που συμμετέχετε σε παιδική παράσταση;
Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Με κάλεσε ο Απόλλωνας ο Παπαθεοχάρης. Ήταν υπεύθυνος και ο Δημήτρης Λιγνάδης και παίζει και ο Σάκης Ρουβάςμε τους οποίους έχω συνεργαστεί ξανά... Όλοι αυτοί οι λόγοι συντέλεσαν στο να δεχτώ. Ήθελα επίσης να δοκιμάσω και τη διάδραση με τα παιδιά, δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο. Είναι ένα καινούργιο πράγμα αυτό για εμένα, πολύ ευχάριστο γιατί τα παιδιά έχουν έναν αυθορμητισμό, που σου επιτρέπει να αντιδράς κι εσύ σχεδόν σαν παιδί μέσα σε ένα πλαίσιο καθαρής φυσικότητας, πράγμα ζητούμενο για τον ηθοποιό. Μπροστά στο ενήλικο κοινό κοιτάς πολύ την εξωτερική σου εικόνα. Εγώ πήγαινα από παιδί στο θέατρο για να παίξω, με πήγαιναν ως παιδί θαύμα και ποτέ δεν έκατσα ως θεατής για να δω μια παράσταση. Τώρα αισθάνομαι παρά πολύ καλά, δεν ξέρω πώς αισθάνονται τα παιδιά με μενα , αλλά εγώ νιώθω πραγματικά να ξαναγεννιέμαι καλλιτεχνικά, γιατί ξαναβρίσκω τρόπους της στιγμής, αυτοσχεδιάζω με άλλη ορμή... Τελικά με βοηθάει το παιδικό ακροατήριο. Είναι μια εκπαίδευση δική μου… Συνήθως εκπαιδεύω και δεν εκπαιδεύομαι, όμως αλήθεια κατι μαθαίνω από τα παιδιά φέτος. Πράγμα που είχε καιρό να μου συμβεί και είμαι ευγνώμων στον Απόλλωνα γι’ αυτή την ευκαιρία.
Η παράσταση διαπραγματεύεται την ιστορία του Ηρακλή…
Η παράσταση είναι βασισμένη στο κείμενο του Γιάννη Λιγνάδη, που είναι λίγο πιο "υπεύθυνο", με την έννοια ότι ακούγεται ένας λόγος όχι απλώς παιδικός, αλλά που μπορεί να τον παρακολουθήσουν και ενήλικες. Έχει όμως και θέαμα η παράσταση και μάλιστα πολύ καλό… Όλοι οι ηθοποιοί είναι πολύ καλοί. Η σκηνοθεσία έχει μια ωραία σκέψη: ο Ηρακλής στους πρώτους άθλους ξεκινάει από μια μεγάλη σωματικότητα, είναι πιο μπρούτος και σταδιακά γίνεται πιο πνευματικός και πιο τρυφερός. Δηλαδή μέσα από τους άθλους του εξανθρωπίζεται. Εγώ κάνω τον Ευρυσθεά που ξεκινάει ως ο κακός βασιλιά και σταδιακά νικιέται και ευτελίζεται, γίνεται μια μαριονέτα στα χέρια των θεών.
Δυσκολεύονται τα παιδιά να καταλάβουν αυτή τη διαδρομή;
Ξέρετε, μια μικρή δυσκολία κακό δεν κάνει. Τα παιδιά που φτάνουν ως το καμαρίνι είναι χαρούμενα, κάνουν πολλές ερωτήσεις, εκφράζουν ακόμα και τις διαφωνίες τους. Στα παιδιά δε χρειάζεται να τους δίνουμε πάντα μασημένη τροφή, αν λίγο δυσκολευτούν με το λόγο, τα αποζημιώνουν οι εικόνες.
Κι εδώ δουλεύετε με τον Σάκη Ρουβά τον οποίο και υποστηρίξατε στο θέμα των βραβείων...
Ένας άνθρωπος που έχει διανύσει τόσα χρόνια στο χώρο του θεάματος, γιατί να μην έχει το δικαίωμα να δοκιμαστεί; Τώρα τα βραβεία στην Ελλάδα είναι μια περίεργη ιστορία. Βραβεία σίγα σιγά θα πάρουν όλοι. Στη χώρα μας θεωρούμε ότι πρέπει όλους να τους βραβεύσουμε, κάθε χρόνο και από έναν. Κι εγώ που πήρα τόσα βραβεία δεν ξέρω αν τα πήρα επειδή τα δικαιούμουν, ή επειδή απλώς ήρθε η σειρά μου...
Παράλληλα παίζετε και στην παράσταση του Ι. Βαρδάκη « Πατρίτσια Χάισμιθ: μια εισαγωγή στο σασπένς» κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο 104.
Ναι, και πραγματικά το απολαμβάνω πολύ να ερμηνεύω αύτη την ξεχωριστή προσωπικότητα. Είναι σαν μια φανταστική βιογραφική της στιγμή, όπου παραδίδει ένα σεμινάριο για το σασπένς κι εκεί απομυθοποιείται από τους μαθητές της. Φαίνεται σαν να ήθελε να γράψει ένα αποτυχημένο μυθιστόρημα για να γνωρίσει την αποτυχία η Χάισμιθ. Πάντα ερωτοτροπούσε με την αποτυχία και το θάνατο βέβαια, όλα αυτά της προσέδιδαν μια μυστικοπάθεια που τη χρειαζόταν στη ζωή της. Οι τρεις μαθητές της λοιπόν στην παράσταση την παγιδεύουν μέσα σ’ ένα μυθιστόρημα που γράφουν... Το σασπένς έγκειται στο αν θα καταλάβει η Χάισμιθ την τρικλοποδιά που της βάζουν...
Εσείς ως δασκάλα έχετε νιώσει ποτέ ότι οι μαθητές σας προσπαθούν να σας βάλουν τρικλοποδιά;
Από είκοσι χρόνων που διδάσκω μου έβαζαν τρικλοποδιές, με λατρεύουν και με μισούν. Έχω hot σχέσεις και με τους μαθητές μου και με τους ανθρώπους του θεάτρου που επίσης κάποιοι με αγαπούν και κάποιοι με μισούν, δε με αντέχουν. Είναι ίσως θέμα του χαρακτήρα μου. Ίσως τους ενοχλώ, τους μπερδεύω τους εκνευρίζω και επειδή δεν είμαι και ιδιαιτέρως κυκλωματική, δεν είμαι και πολύ της παρέας. Οι καλύτεροι μου φίλοι είναι από άλλα επαγγέλματα. Γιατί τους θεωρώ πιο ειλικρινείς, όλα τα καλά ή τα κακά που ακούω από τους ανθρώπους του θεάτρου, βρίσκω ότι έχουν ένα βαθμό υστερόβουλης υπερβολής, υπάρχει πίσω σκέψη. Πίσω σκέψη έχουν όλοι οι άνθρωποι βέβαια, αλλά στο θέατρο υπάρχει κι ένας ανταγωνισμός…
Σας ενοχλεί ο ανταγωνισμός;
Με ενοχλεί περισσότερο η υποκρισία του μη ανταγωνισμού… γι’ αυτό και είμαι επιλεκτική με ποιους δουλεύω, ώστε να μην έχω δυσάρεστες εκπλήξεις. Θέλω να έχω επαγγελματικές σχέσεις και οι επαγγελματικές σχέσεις δεν κάνουν ποτέ κακό
Ως δασκάλα πότε λέτε ότι ένας ηθοποιός είναι καλός;
Όταν έχει σημαντική τεχνική, ακόμα και αν έχει λιγότερο ταλέντο. Αλλά ένας ηθοποιός είναι μεγάλος όταν έχει εφάμιλλο ταλέντο με την τεχνική του, την οποία μπορεί να χάσει, για να ξαναβρεί μια άλλη τεχνική, όπου μέσα από αυτή απελευθερώνεται και φτάνει σε μια κατάσταση πριν από το προπατορικό αμάρτημα, θα έλεγα... Εκεί βρίσκεται ο παράδεισος... Η τεχνική φυσικά διδάσκεται, αλλά δεν έχουν όλοι την υπομονή να τη διδαχτούν και γι’ αυτό αντιγράφουν την τεχνική των μεγάλων. Το προχώρημα της τεχνικής δε σταματάει ποτέ… Επίσης η τεχνική αλλάζει μέσα από τις κοινωνικές συνθήκες, όπως άλλωστε και το ίδιο το θέατρο.
Πώς βλέπετε εσείς το θέατρο στην Ελλάδα;
Υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι, είναι ευρωπαϊκού επιπέδου το θέατρο στην Ελλάδα, έχουμε καλές παραστάσεις, αλλά δεν ξέρω αν έχουμε καλό θέατρο. Βλέπω πολλές φορές μια καλοφτιαγμένη παράσταση αλλά μετά την επόμενη μέρα δε θυμάμαι τίποτα. Και μπορεί να πάω σε μια παράσταση που να μου φαίνεται μέτρια και ξαφνικά μέσα στη σχετική αναρχία της να με πιάσει το κεφάλι μου, ή να νιώσω έναν πόνο στομάχι. Να δω μια στιγμή αληθινού θεάτρου δηλαδή που να με αποζημιώσει.
Είδατε μια καλή παράσταση τελευταία;
Είδα δύο. Το «Κρίμα που είναι πόρνη» του Λιγνάδη και τον «Άμλετ» του Χουβαρδά.
Ετοιμάζεστε και για το δεύτερο μέρος του Πελοποννησιακού Πολέμου;
Ναι, το πρώτο μέρος το αγάπησα πολύ, το δεύτερο είναι το μέρος των μεγάλων προσωπικοτήτων, ασχολείται με τον Αλκιβιάδη και τη Σικελική εκστρατεία. Δυστυχώς θα ξεκινήσουμε με μια μεγάλη απώλεια, την Κατερίνα Γκίκα, μαθήτριά μου που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες… Είμαι αφάνταστα στενοχωρημένη…
Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ.
A.K.