Δύο μονόλογοι του Βασίλη Κατσικονούρη παρουσιάζονται σε μια παράσταση στο Θέατρο Μεταξουργείο με την Άννα Βαγενά και τον Νίκο Ορφανό, που ερμηνεύει σε δική του σκηνοθεσία τον « Μάκη», έναν παππού που έχει απομείνει μόνος του στο σπίτι, καλοκαίρι στην Αθήνα…
Ο Μάκης είναι ένα ρόλος πολύ μεγαλύτερος από εσάς ηλικιακά…
Δεν έχω ξαναπαίξει ρόλο ηλικιωμένου. Αν ήμουνα στο θίασο του Κουν καμιά σαρανταριά χρόνια πριν, θα με έβαζε να γκριζάρω τα μαλλιά μου, να κάνω ένα «βαρύ» γεροντίστικο μακιγιάρισμα και να περπατάω πάνω κάτω στο Υπόγειο σαν υπέργηρος. Θυμάμαι πάντα αυτή τη φράση που λέγεται ότι είπε στον αείμνηστο Θύμιο Καρακατσάνη, (στο Πάρτυ Γενεθλίων ήτανε;) που του διαμαρτυρήθηκε για τη δυσκολία του να αισθανθεί γέρος. «Μη φοβάσαι», του απάντησε ο Κουν. «Θα κλείσεις τα μάτια, θα τα ανοίξεις και θα έχουν περάσει σαράντα χρόνια».
Πώς προσεγγίσατε λοιπόν αυτό το πέρασμα του χρόνου, το βάρος της ηλικίας;
Τι είναι αυτό που βαραίνει τους ώμους; Οι αναμνήσεις; Οι ενοχές; Τα ανεκπλήρωτα όνειρα; Τα απωθημένα; Αυτά που δεν προλάβαμε να πούμε; Οι αγκαλιές που δεν καταφέραμε να χωθούμε; Οι γυναίκες που μας απέρριψαν; Τα βάσανα; Ή μήπως η αίσθηση της αποτυχίας; Και η επιτυχία πώς ορίζεται; Με κοινωνική αναγνώριση ή με προσωπική – οικογενειακή; Πρέπει να απαντήσω σε όλα αυτά. Γιατί οι απαντήσεις μου θα αποτελέσουν και την άποψή μου επάνω στο χαρακτήρα και το έργο τελικά. Και επειδή δεν πολυπιστεύω στο νατουραλισμό στο θέατρο, θα σκιαγραφήσω το πέρασμα των χρόνων με κάρβουνο, σαν ένα σκίτσο με κενά και θολούρες. Θα μείνω πιστός στο κείμενο. Γνωστή η εμμονική μου πίστη στη θεατρική στιχομυθία, ιδίως στα ελληνικά έργα.
Ποιος είναι ο Μάκης;
Τι στο διάολο είναι τελικά ο Μάκης; Να τον θεωρήσουμε ως ένα, όπως θα έλεγε και ο Λέοναρντ Κοέν, beautiful loser, θα μας ξέφευγε ότι ο Μάκης δεν ήθελε να «χάσει». Ο Κοέν μιλάει για τους loser με άποψη. Ο Μάκης όμως χάνει γιατί, όπως ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων της γενιάς του, παρόλο που πολέμησε για ιδανικά υψηλά με ανιδιοτέλεια, τελικά πυροβόλησε τον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως γιατί η ουτοπία είναι υπερβολικά ουτοπική και ο πήχης τέθηκε υπέρμετρα ψηλά. Ο Μάκης του Βασίλη Κατσικονούρη δεν είναι ένας μονόλογος για τους παλιούς Αριστερούς, ούτε για την Αριστερά, αλλά για το Μάκη. Οι Μάκηδες ήσαν πολλοί, ναι, αλλά πάντα στο θέατρο, μας ενδιαφέρει το δέντρο, όχι το δάσος. Το δάσος είναι για την πολιτική. Και ο Μάκης, αυτοαναιρείται διαρκώς γιατί παλεύει, από τη μια να ζήσει και από την άλλη να πεθάνει.
Παρασκευή 8 Μαΐου 2015
Α.Κ.