Ο Χρίστος Στυλιανού συμμετέχει στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Ταύροις» που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου από το ΚΒΘΕ. Μια τραγωδία που εισάγει το θέμα της αποδοχής του Άλλου, αλλά και την θυσία του προσωπικού Εγώ προς χάριν του συλλογικού καλού, σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη για όλους μας…
Ποια η διαφορά της Ιφιγένειας εν Ταύροις από τις άλλες τραγωδίες;
Αυτό που κατά γενική ομολογία καθιστά “ιδιαίτερη” αυτήν την τραγωδία δεν είναι τόσο το ευτυχές της τέλος -κάτι που συναντάται και σε άλλες τραγωδίες- όσο η διαπραγμάτευση πιο “ανατρεπτικών” φιλοσοφικών ιδεών. Απόλυτα σχήματα ή έννοιες τίθενται υπό μεγάλη αμφισβήτηση και συνεχώς επανέρχονται διάφορα ερωτήματα: τα πράγματα είναι όπως φαίνονται ή μήπως όχι; Τι είναι ηθικό και τι όχι; Και αν όχι, αυτό είναι απαραίτητα κακό ή καλό; Τα ερωτήματα γίνονται κατ’ ουσία ατελείωτα και το έδαφος τρίζει. Ακόμα και το “ευτυχές τέλος” μοιάζει να υποσκάπτεται. Στα τελευταία λόγια του Χορού υπενθυμίζεται πως η εύνοια του Θεού ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποσυρθεί: “Κι εσύ, Νίκη, μεγάλη, σεμνή, τη ζωή μου συνόδευε πάντα και μην την αφήνεις χωρίς νικητήρια στεφάνια.”
Ποια είναι τα βασικά θέματα του έργου;
Παρακολουθώντας την εξέλιξη του έργου μέσα από το πρίσμα του Χορού σε σχέση με την Ιφιγένεια μπορούμε να διακρίνουμε διάφορα ερωτήματα μεγαλύτερα ή μικρότερα: πότε και πώς το προσωπικό δράμα υπερτερεί του συλλογικού; Είναι αυτό θεμιτό; Τι σημαίνει το Ξένο; Το Άλλο; Τι σημαίνει το βάρβαρο ή το ανόσιο; Τι είναι ηρωικό και τι όχι; Και όλα αυτά τοποθετημένα από τον Ευρυπίδη σε μια βάρβαρη, ξένη -σε ήθη, έθιμα και συμπεριφορές- χώρα στην οποία ωστόσο η “βαρβαρότητα” πραγματοποιείται από τους Έλληνες, την ίδια την Ιφιγένεια. Ποιος είναι ο βάρβαρος και πώς ορίζεται εντέλει;
Εσείς κάνετε τον Αγγελιαφόρο. Ποια η λειτουργία του στη συγκεκριμένη τραγωδία;
Αυτός ο αγγελιαφόρος -ο βουκόλος- μεταφέρει μέσα από τη ρήση του όλο το μέγεθος του ερωτηματικού που τον βασανίζει σε σχέση με όλα αυτά που είδε, αντικατοπτρίζοντας το θεμελιώδες ζήτημα του τι είναι τελικά πραγματικό. Τα φαινόμενα απατούν ή πάλι όχι; Από αυτά που περιγράφει κάποια τα αναιρεί την αμέσως επόμενη στιγμή και άλλα δεν μπορεί να τα καταλάβει καθόλου. Γι’ αυτόν το Άλλο, το Ξένο αποκτά μια τελείως διαφορετική έννοια, αφού ενώ για τους Έλληνες αυτός είναι ο ξένος, για τον ίδιο ξένοι είναι οι Έλληνες και οι συνήθειές τους. Ανακοινώνει λοιπόν τη σύλληψη δύο καινούριων ξένων -Ελλήνων- που θα πρέπει να θυσιαστούν, ακολουθώντας το έθιμο των Ταύρων.
Ποια η δυσκολία των Αγγελιαφόρων στην αρχαία τραγωδία για έναν ηθοποιό;
Η δυσκολία των Αγγελιαφόρων για έναν ηθοποιό -όπως το βιώνω εγώ τουλάχιστον- είναι να ξαναβρούν κάτι πιο πρωταρχικό στο λόγο, τη “μαγεία” της αφήγησης. Το αίσθημα του παραμυθά, του ραψωδού, που λέει μια ιστορία μέσα σ’ ένα ρυθμό, μεταφέροντας ένα ή πολλά αισθήματα, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση η δική του εμπλοκή να ξεπερνά την ίδια την ιστορία. Ακροβατεί και παίζει -με την πρωταρχική, παιδική σχεδόν, έννοια του παιχνιδιού- χρησιμοποιώντας εργαλεία όπως ο ρυθμός, η μελωδικότητα, η συνέχεια προκειμένου να δώσει όσο πιο αδρά μπορεί τις εικόνες που έχει δει.
Υπάρχει ένα περίεργο χιούμορ σε αυτήν την τραγωδία, σωστά; Πώς το εντάσσετε αυτό στην προσέγγιση του ρόλου σας;
Το οποιοδήποτε χιούμορ υπάρχει χρησιμοποιείται από τον Ευρυπίδη στην κατεύθυνση ακριβώς της αποδόμησης του ήρωα, αλλά και του ηρωικού εν γένει. Όχι μόνο ο ήρωας δεν παύει να είναι άνθρωπος, αλλά επιπρόσθετα η προβολή των ανθρώπινων χαρακτηριστικών του όπως η λιγοθυμία, η δειλία, η αυτοαναίρεση ή η πανουργία, έχει ως αποτέλεσμα την πιο βαθιά κατανόηση και εντέλει την αποδοχή της σχετικότητας των πραγμάτων. Ο άνθρωπος-ήρωας “δικαιούται” να αλλάξει πολλές φορές γνώμη -κι εκεί δημιουργείται χιούμορ- έστω κι αν είναι τραγικό πρόσωπο.
Ενώ ο Θεός αμφισβητείται, τελικά το θέλημά του γίνεται στο έργο. Εσείς τι πιστεύετε; Η μοίρα, ο Θεός ή εμείς κυβερνάμε τελικά τη ζωή μας;
Οι Θεοί και η βούλησή τους σίγουρα δεν είναι ένα. Ικανοποιώντας τον ένα δυσαρεστείς ή έρχεσαι σε αντιπαράθεση με τον άλλο. Παρ’ όλα αυτά η Αθηνά ως θεά της σύνεσης και του μέτρου λέει στο τέλος στον Θόα πως : "Η ανάγκη κι εσένα υποτάσσει μα και τους Θεούς εξίσου.” Όλα υπακούουν σε κάτι Άλλο, το οποίο σε τελική ανάλυση είναι απλώς η Κοινή Λογική. Η λύση δίνεται μόνο όταν επικρατήσει μια διαλεκτικότητα ανάμεσα στο πρόβλημα -στο προσωπικό δράμα του ήρωα- και στη συλλογική ανάγκη. Είναι εξίσου λάθος ο Θεός να επιβάλει τη δική του θέληση, διότι αυτό οδηγεί ξανά σε μια άλλου τύπου βαρβαρότητα, σε ακαμψία. “Συν Αθηνά και χείρα κίνει” λοιπόν μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα και οι ζωές των ανθρώπων. Απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες, προσωπικές και συλλογικές, οι άνθρωποι μπορούν με μόνο όπλο το Λόγο να αυτοπροσδιορίζονται συνεχώς.
Πώς αντιμετωπίζετε την Επίδαυρο; Σας αγχώνει;
Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου είναι για όλους τους ανθρώπους του θεάτρου κάτι το ξεχωριστό. Συμπυκνώνει συναισθήματα, σκέψεις, αισθήσεις, σαν να ξαναγυρίζουν όλα στο σημείο μηδέν. Σίγουρα νιώθω άγχος μα ταυτόχρονα αγάπη, ευγνωμοσύνη και μεγάλη ευχαρίστηση… Επίσης θέλω να σημειώσω πως αυτή η παράσταση δημιουργείται μέσα σε δύσκολες για όλους συνθήκες -τόσο της χώρας όσο και του θεάτρου- καθώς το Κ.Θ.Β.Ε. βιώνει την πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας του -για τους γνωστούς λόγους- κάτι που έχει κι αυτό τη σημασία του.
Σας ευχαριστώ.
Κι εγώ.
Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015
Α.Κ.