Ο Ροντόλφ Σιρέρα, ο πολυβραβευμένος Ισπανός συγγραφέας, είναι μια εμβληματική φυσιογνωμία του θεάτρου στην καταλανική γλώσσα και υπεύθυνος για θέματα πολιτισμού στην περιφέρεια της Βαλένθια. Ενταγμένος αρχικά στην ευρωπαϊκή θεατρική πρωτοπορία, δοκιμάζει στη συνέχεια τις δυνάμεις του στο ‘’λαϊκό’’ θέατρο με μια διασκευή της ‘’Ειρήνης’’ του Αριστοφάνη που έκανε πάταγο. Από τότε οι διακρίσεις διαδέχονται η μια την άλλη. Βραβείο Crítica Serra d'Or για τα έργα Plany en la mort d'Enric Ribera (1975), El brunzir de les abelles (1977), Bloody Mary Show (1981), Cavalls de mar (1989). Βραβείο Premi Born de Teatre (1993) και Εθνικό βραβείο Θεάτρου για το έργο Maror (2000) που θα παρουσιαστεί, ως αναλόγιο, την Τρίτη 25 Φεβρουαρίου στο Ινστιτούτο Θερβάντες. Βραβείο Cavall Verd Jaume Vidal Alcover de teatre για το έργο του Punt de Fuga (1999), βραβείο Max το 2006 για το έργο Raccord.
Το 2007 πήρε ξανά το βραβείο Max για το ’’Το δηλητήριο’’, που παίζεται φέτος με μεγάλη επιτυχία στο Θέατρο Αλκμήνη, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Δημήτρη Πετρόπουλου που υποδύεται και τον ρόλο του Μαρκήσιου εναλλάξ με τον Πάνο Θεοδώρου. Στο ρόλο του ηθοποιού ο Διονύσης Σάββας. Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε ο Γιώργος Πάτσας.
Οι παραστάσεις θα παραταθούν, λόγω μεγάλης προσέλευσης, για έναν ακόμη μήνα στο Θέατρο Αλκμήνη στην Αθήνα και αρχές Απριλίου θα συνεχιστούν στα Ιωάννινα, όπου ’’Το δηλητήριο’’ είχε ανέβει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1996.
’’Το δηλητήριο’’ παίζεται αδιάλειπτα σε όλον τον πλανήτη από το 1983 έως και σήμερα. Είναι ένα σκηνικό παιχνίδι μεγάλης σκληρότητας, μια αναμέτρηση ζωής και θανάτου, με αφορμή την τέχνη του ηθοποιού και την ανάγκη για αλήθεια.
Ο Ροντόλφ Σιρέρα θα παρακολουθήσει την παράσταση του έργου του την Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου. Με αφορμή την άφιξή του στην Αθήνα μίλησε με τον Δημήτρη Πετρόπουλο.
Ένας εκτός σκηνής διάλογος ηθοποιού και συγγραφέα.
’’Το δηλητήριο’’ σας έκανε διάσημο διεθνώς, κύριε Σιρέρα. Είναι ένα έργο που αρέσει τόσο στους ηθοποιούς όσο και στο κοινό, όπου και να παιχτεί. Περιμένατε μια τέτοια ανταπόκριση και ποιό κατά τη γνώμη σας είναι το μυστικό αυτής της επιτυχίας;
Όχι, δεν το περίμενα. ‘’Το δηλητήριο’’ γράφτηκε για την τηλεόραση και έτσι η διάρκειά του προσαρμόστηκε στη διαθέσιμη διάρκεια του τηλεοπτικού προγράμματος. Από την τηλεόραση πέρασε στη θεατρική σκηνή και άρεσε από την αρχή και στους ηθοποιούς και στο κοινό. Και πήγε το ίδιο καλά τόσο σε μικρές όσο και σε μεγάλες αίθουσες. Υποθέτω ότι αρέσει επειδή υποχρεώνει τους ηθοποιούς να εξαντλήσουν τις υποκριτικές τους δυνατότητες και επιπλέον έχει στοιχεία ίντριγκας και μυστηρίου.
Το έργο έχει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Πραγματεύεται το θέμα της εξουσίας, το θέμα του θανάτου, το θέμα της αισθητικής, τις κοινωνικές συμβάσεις, την αναζήτηση της αλήθειας και πάνω απ΄όλα τη λειτουργία του θεάτρου και την τέχνη του ηθοποιού. Οι παραστάσεις αναδεικνύουν, αναπόφευκτα ίσως, ένα στοιχείο εις βάρος ενός άλλου. Πρόσφατα, στη Μαδρίτη, η παράσταση ανακαλούσε την άνοδο του φασισμού, μια παράμετρο που δεν θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται στις προθέσεις σας, δεδομένου ότι η δράση τοποθετείται στις παραμονές της γαλλικής επανάστασης. Εσείς πως αντιμετωπίζετε αυτές τις σκηνικές μετατοπίσεις του κέντρου βάρους του έργου;
Στο ‘’ Δηλητήριο’’ έγιναν διάφοροι συνδυασμοί: παίχτηκε με δύο άνδρες ηθοποιούς , με έναν άνδρα και μια γυναίκα αλλά και με έναν άνδρα και μια γυναίκα σε ρόλο ανδρικό. Το έργο εκτυλίσσεται πότε τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, πότε στη βικτωριανή Αγγλία, στην Ιταλία την εποχή του Μπαρόκ, στα χρόνια πριν το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ισπανία του Φράνκο ή στην Ιαπωνία τη σύγχρονη εποχή. Εγώ συνήθως προτιμώ τις παραστάσεις που σέβονται την ιστορική στιγμή του κειμένου (τα τέλη του 18ου αιώνα) καθώς η αντιπαράθεση περί αισθητικής και ηθικής στο έργο αφορά εκείνη την ιστορική στιγμή περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι διαφορετικές αναγνώσεις που κάνουν οι σκηνοθέτες δεν μπορούν να εισάγουν και νέα στοιχεία στο έργο που είναι πολλές φορές ιδιαίτερα ερεθιστικά.
Η πρώτη σας μεγάλη επιτυχία, το έργο ‘’Επιστροφή στην Αθήνα΄΄ ήταν βασισμένη στην ‘’Ειρήνη’’ του Αριστοφάνη. Ποιες είναι οι σχέσεις σας με το ελληνικό θέατρο;
Στο σχολείο και μετά στο πανεπιστήμιο σπουδάζαμε αρχαία ελληνικά. Στο θέατρο, ο Αριστοφάνης και οι έλληνες τραγικοί -διασκευασμένοι από τον Μπρεχτ ή το Living Theatre- παίζονταν πολύ συχνά. Ήταν τα χρόνια του πολέμου στο Βιετνάμ και το να ανεβάσεις την ‘’Ειρήνη’’ ήταν σχεδόν αναπόφευκτο. Παρόλα αυτά ομολογώ την άγνοιά μου όσον αφορά στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο.
Προέρχεστε από την Ισπανία, μια χώρα σε κρίση όπως η δική μας. Η Ισπανία έχει μια οικονομία πολύ πιο ισχυρή από την Ελλάδα, αλλά τα ποσοστά ανεργίας και στη δική σας χώρα είναι τόσο υψηλά που κόβουν την ανάσα. Πιστεύετε πως αυτή η κρίση έχει μονάχα καταστροφικές πτυχές ή θα συμβάλει, εντέλει, στο να ανακαλύψουμε εκ νέου τις αξίες μας ή να δημιουργήσουμε καινούργιες αξίες;
Θα ήθελα να πιστεύω ότι και οι δύο χώρες και γενικότερα η μεσογειακή Ευρώπη θα βγουν ενισχυμένες από την σκληρή δοκιμασία που περνάμε. Αλλά υπάρχουν λόγοι που μας κάνουν να μην είμαστε και πολύ αισιόδοξοι. Ζούμε σε ένα οικονομικό σύστημα ολοένα και πιο απάνθρωπο στο οποίο το μόνο που μετράει είναι οι υλικές απολαβές των ολίγων.
Είχα την τύχη, όπως ξέρετε, να υποδυθώ και τα δυο πρόσωπα του έργου. Το ρόλο του ηθοποιού, δεκαοχτώ χρόνια πριν, και τώρα του Μαρκήσιου. Έχω βιώσει, επί σκηνής, το έργο και από τις δυο πλευρές. Ως σκηνοθέτης όμως, προσπάθησα, με μικροευρήματα διακριτικά αλλά ξεκάθαρα, να καταδείξω ότι ο Μαρκήσιος γοητεύεται, εν τέλει, από την τέχνη του ηθοποιού, από τη δύναμη της φαντασίας του, τη δύναμη αυθυποβολής του. Παρόλα αυτά οι θεατές παραμένουν πεπεισμένοι πως ο Μαρκήσιος θέλει, πάση θυσία, να παρακολουθήσει τον αληθινό θάνατο του ηθοποιού. Πιστεύετε πως αυτό οφείλεται στην ίδια τη δομή του έργου αποκλειστικά ή μήπως στην ανάγκη του κοινού να χυθεί αίμα στην αρένα ;
Πιστεύω ότι η πεποίθηση του κοινού οφείλεται στην ίδια τη δομή του κειμένου. Όσο και αν φορτίζονται οι θεατές ή ξυπνούν τα σαδιστικά τους ένστικτα, όλοι έχουν παρόλα αυτά επίγνωση ότι παρακολουθούν την θεατρική αναπαράσταση μια άλλης θεατρικής παράστασης. Και στο θέατρο ‘’όσοι πεθαίνουν στη σκηνή, μετά το τέλος της παράστασης ανασταίνονται, γι αυτό και τα θεατρικά έργα μπορούν να παίζονται και να ξαναπαίζονται…’’ παρόλο που, όπως λέει το κείμενο, ’’ποτέ δεν είναι ακριβώς τα ίδια από την μια παράσταση στην άλλη’’.
Ο συγγραφέας του έργου είστε εσείς, κύριε Σιρέρα. Από σας εξαρτάται να αποκαλύψετε το μυστικό. Ο Μαρκήσιος δηλητηριάζει εν τέλει τον ηθοποιό ή αλλάζει γνώμη, γοητευμένος από την τέχνη του θεάτρου; Το δηλητήριο του θεάτρου δεν είναι τόσο ισχυρό όσο κι ένα αληθινό δηλητήριο; Ο ηθοποιός δεν πρέπει, ούτως ή άλλως, να πεθάνει για να γεννηθεί ένας ρόλος;
Φοβάμαι πως, αν ο μαρκήσιος δεν δηλητηρίαζε πραγματικά τον ηθοποιό, το έργο θα έχανε ένα μέρος του νοήματός του. Υπάρχει η δυνατότητα, όπως είχε συμβεί σε μία από τις πιο πετυχημένες σκηνοθετικά παραστάσεις στην Ισπανία στις αρχές του ’80, να μην φανεί ως θάνατος στο τέλος αλλά να φανεί σαν ένα αστείο λίγο-πολύ απάνθρωπο που κάνει ο μαρκήσιος σε βάρος του ηθοποιού, αλλά που στο τέλος γυρνάει μπούμερανγκ στον ίδιο του τον εαυτό. Κάτι το διασκεδαστικό, χωρίς αμφιβολία, αλλά που θα μετέτρεπε το δράμα σε μια απλή κωμωδία μυστηρίου.
Δεδομένης της προϋπηρεσίας σας σε θέματα πολιτισμού από θέσεις ευθύνης στην Καταλονία, ποια είναι η γνώμη σας για το σύγχρονο θέατρο στα καταλανικά εντός και εκτός Ισπανίας;
Πράγματι δούλεψα για την αυτόνομη κυβέρνηση, όχι της Καταλονίας αλλά της Βαλένθιας. Από γλωσσικής πλευράς ανήκω σ’ αυτούς που γράφουν στα καταλανικά. Η δική μου γενιά είναι η πιο παλιά, αλλά υπάρχουν σε όλες τις γενιές πολύ σημαντικοί συγγραφείς που είναι και διεθνούς εμβέλειας , όπως ο Josep M. Benet I Jornet, ο Sergi Belbel ή ο Jardi Galceran. Το σύγχρονο καταλανικό θέατρο πραγματεύεται, σε γενικές γραμμές, θέματα διαχρονικά, όπως κάνουν οι συγγραφείς και οπουδήποτε αλλού.
Αφού σας ευχαριστήσω για το χρόνο που μου διαθέσατε και κυρίως για τη γενναιόδωρη υποστήριξή σας σ’αυτή μας την προσπάθεια, εύχομαι να καταφέρω να ανεβάσω σύντομα και το ‘’Τρίο’’, το τελευταίο σας έργο, που μου εμπιστευτήκατε.