Στις 31/3 πρόκειται να μιλήσετε για τον Ίψεν στην "Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία" σε μια σημαντική εκδήλωση, των εκδόσεων Gutenberg, με αφορμή την έκδοση 4 έργων από τη σειρά των Απάντων του. Τι κάνει κατά τη γνώμη σας, σήμερα αναγκαία τη μελέτη του μεγάλου Νορβηγού;
Πολλές φορές εντυπωσιαζόμαστε όταν συναντάμε σε έργα που έχουν γραφτεί πριν πολλά χρόνια αντιστοιχίες με το σήμερα. Μας δημιουργεί εντύπωση αυτό, αλλά παράλληλα και θλίψη, γιατί αμέσως αναρωτιόμαστε: “Μα, τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε;” Κι όμως πέρα από το αν αλλάζουν ή δεν αλλάζουν τα πράγματα, πέρα απ’ το αν απλώς μεταμορφώνονται μέσω μιας διαρκούς επανάληψης ή μιας συνεχούς επιστροφής, εμείς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένα έργο λέγεται κλασσικό – και ο Ίψεν είναι κλασσικός συγγραφέας - επειδή είναι σαν να έχει γραφτεί τη στιγμή που παρουσιάζεται. Στη συνέχεια δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως κάθε φορά που ερμηνεύουμε ένα έργο, το ερμηνεύουμε με τα εργαλεία του «τώρα», δηλαδή με την ανάγκη που έχει το βλέμμα μας τη στιγμή που το ερμηνεύουμε. Και τέλος τα μεγάλα έργα δεν υπάρχουν για να αντιγράφουν τη ζωή, αλλά αντιθέτως: τα μεγάλα έργα υπάρχουν για να μπορεί η ζωή να τα αντιγράφει.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό, ήσασταν ένας καθηλωτικός "Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν". Συμφωνείτε ότι σήμερα, στις παρούσες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές συνθήκες, τα έργα του Ίψεν, (και κυρίως αυτό ) είναι σύγχρονα, καυστικά και οξυδερκή;
Το παγωμένο σιδερένιο χέρι που πιάνει την καρδιά του Μπόρκμαν στο τέλος του έργου και τον οδηγεί στον θάνατο ίσως έχει σχέση και με το "αόρατο χέρι" του Άνταμ Σμιθ, όταν ήθελε να περιγράψει την “πεφωτισμένη ιδιοτέλεια”. Αυτό που έλεγε ο Χιουμ μιλώντας για τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης σε μια ελεύθερη αγορά, που θα μπορούν να λειτουργούν εξισορροπητικά και να επιφέρουν κοινωνική ευημερία. Ξεχνούσε όμως το "ποιος φτιάχνει αυτούς τους νόμους". Γιατί αν τους νόμους τούς φτιάχνουν οι κατέχοντες τα μέσα παραγωγής, τότε καμία κοινωνική ευημερία δεν θα υπάρξει. Ο Ίψεν στον Μπόρκμαν, υποστηρίζει εμφανώς πως η ατομική εγωτική ανάπτυξη ενός ανθρώπου μέσα σ' έναν κοινωνικό χώρο, όσο πεφωτισμένος κι αν είναι, δεν καταστρέφει μόνο το άτομο που προσπαθεί μόνο του ν' αναπτυχθεί, αλλά καταστρέφει και τους γύρω του! Η ιδιοφυΐα του Ίψεν βέβαια προχωρά ακόμη πιο πέρα. Έχοντας κατανοήσει πλήρως τις διαρκείς μεταμορφώσεις του καπιταλισμού, είχε "δει" τη μεταμόρφωση του βιομηχανικού καπιταλισμού σε χρηματοοικονομικό, όπως και το τέλος αυτού του τελευταίου.
Τέλος που το βιώνουμε τώρα.
Ακριβώς. Ο θάνατος του Μπόρκμαν αυτό συμβολίζει. Είχε μιλήσει, με λίγα λόγια, με τον δικό του τρόπο, τριάντα χρόνια πριν τον Ρώσο οικονομολόγο Κοντράτιεφ, για τη θεωρία των μεγάλων οικονομικών κύκλων. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Ίψεν από το 1896 άρθρωσε το γνωστό σύνθημα που αυτή τη στιγμή κυριαρχεί στον παγκόσμιο χώρο: Οι άνθρωποι πάνω από το κέρδος! Αυτή είναι ουσιαστικά και η τελευταία φράση του Μπόρκμαν, όταν δηλώνει: "...πάω να βρω ξανά τους ανθρώπους".
Στο «Ξύπνημα των νεκρών», σ ένα από τα πιο απελπισμένα έργα του Ίψεν, λέγεται κάποια στιγμή «Οταν εμείς οι νεκροί ξυπνήσουμε, καταλαβαίνουμε ότι δεν ζήσαμε ποτέ». Ποιες σκέψεις σας δημιουργεί σήμερα αυτή η φράση;
Έχω την εντύπωση πως η πιο σωστή μετάφραση του έργου θα ήταν “Όταν ξυπνήσουμε νεκροί”, γιατί έτσι ηχεί πιο καθαρά η προειδοποίηση. Πιστεύω, πως ο Ίψεν στα τελευταία του έργα προειδοποιούσε για το ίδιο πράγμα. Γι’ αυτή την ανατολή του νέου ανθρωπολογικού τύπου, ο οποίος όλο και πιο πολύ βυθίζεται στον εγωτικό απομονωτισμό και στον ναρκισσιστικό μηδενισμό. Αυτό περιγράφει ο Ίψεν στον Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν και ίσως το μυστικό να κρύβεται στη σκοτεινή ετυμολογία του ονόματος του. Μπόρκμαν μπορεί και να σημαίνει ο "χαμένος άνθρωπος". Υπάρχει μία έντονη αγωνία στα τελευταία του έργα. παρά μία απαισιοδοξία. Σχεδόν κραυγάζει μουνχαϊκά, μήπως και θα 'ναι πια αργά, μήπως και είμαστε εντελώς νεκροί όταν ξυπνήσουμε.
Από τον Ίψεν στον Πίντερ και στο Θέατρο Δημήτρης Χορν, όπου πρωταγωνιστείτε στον «Επιστάτη» σε σκηνοθεσία δική σας. Στην εποχή του ηττημένου λόγου, πόσο μας στοιχίζει η αδυναμία επικοινωνίας σε προσωπικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο;
Ανέκαθεν η ανθρωπότητα προσπαθούσε να συμφιλιώσει τις έννοιες ατομικό - κοινωνικό, τοποθετώντας τες όμως τις περισσότερες φορές τη μία απέναντι στην άλλη. Η αποτυχία συγκρότησης, στα κράτη του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μιας κοινωνίας που θα βασίζεται στην ισότητα, την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη έχει ως βασική της αιτία τον ευνουχισμό της ατομικής πρωτοβουλίας. Έτσι δόθηκε η δυνατότητα στην απέναντι όχθη να αναπτύξει, μέσω του ακραίου νεοφιλελευθερισμού της, τη βασιλεία του ατόμου. Όλες οι σχέσεις των ανθρώπων στην εποχή μας είναι διαποτισμένες από την άποψη πως πάνω απ' όλα υπάρχει ο αδιάφορος ατομικισμός και ο απύθμενος και κυνικός εγωτισμός. Η πίστη στη σημαντικότητα του Ενός, η λατρεία του μοναδικού και του μόνου, η απομόνωση του καθενός απ' τον περιβάλλοντα χώρο και η διαγραφή της κοινωνικής και πολιτικής του συνείδησης, οδηγεί σε αδιέξοδο. Ένα ολόκληρο σύστημα τού μαθαίνει με πρόστυχο τρόπο πως η αυτάρκεια είναι το μοναδικό και βασικό του όπλο και πως η κοινωνική συνύπαρξη του περιορίζει την αυτοτέλεια.
Αυτός ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος;
Βέβαια. Θα προσπαθεί πάντα να επιβιώσει προσαρμοζόμενος, και όχι αλλάζοντας ένα σύστημα που συνεχώς θα τον κονιορτοποιεί, ακριβώς γιατί είναι μόνος του. Γι' αυτό πιστεύω, και θα συνεχίσω να πιστεύω, πως το μελλοντικό αίτημα του ανθρώπου είναι να μπορέσει να γίνει ατομικά κοινωνικό ον, χωρίς αυτό να συνιστά αντίφαση. Αυτό είναι το θέμα και των δύο έργων.
Ο Ίψεν είχε παραδεχτεί ότι ο δικός του ο θεός, "είναι θεός νέος, με μεδούλι, μέσα στα κόκαλά του". Ο δικός σας θεός πώς είναι;
Ο δικός μου Θεός είναι δυστυχώς νεκρός. Γεννήθηκα σε μία εποχή, που ο Θεός έχει πεθάνει. Κι όταν λέω Θεός εννοώ το σεβασμό στο άγνωστο. Εγκαταστάθηκε στη συνείδηση του ανθρώπου, μέσω της ασέβειας αυτής, η έπαρση, πως το σύμπαν δημιουργήθηκε για να το κατανοήσει και στη συνέχεια να το κατακτήσει ο άνθρωπος. Όμως ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και η σκέψη του αδύναμη. Βιώνοντας αυτή την αντίφαση μεταξύ ενός άκρατου “θέλω” και ενός περιορισμένου “μπορώ” έχασε παντελώς την Πίστη του. Πίστη σε οτιδήποτε ιδεατό. Κι έτσι κύλισε στην αδιαφορία, στον κυνισμό και στον κομφορμισμό. Εγώ προσπαθώ όσο μπορώ ν’ αντισταθώ.