Το κοινό της Θεσσαλονίκης θα έχει την χαρά να παρακολουθήσει στο νέο Υπερώο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, το έργο του Φέρντιναντ Μπρούκνερ «Η αρρώστια της νιότης», σε δική σας μετάφραση και σκηνοθεσία.
Τι σας γοήτευσε στο συγκεκριμένο έργο –που ανέβηκε το 1932 από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και πριν 20 χρόνια στο Αμόρε, από τον Γιάννη Χουβαρδά- και αποφασίσατε να του δώσετε σκηνική ζωή;
Πέμη Ζούνη: Την «Αρρώστια της Νιότης» την αγαπώ πολλά χρόνια, την έδινα κάποιες φορές για μελέτη στους σπουδαστές της δραματικής σχολής. Με γοητεύει πρώτα απ’ όλα η ίδια η γραφή του Μπρούκνερ: ο τρόπος που χειρίζεται το θέμα και ο σχεδιασμός των ψυχισμών των ηρώων, η ευφυής δομή της εξωτερικής αλλά και εσωτερικής πλοκής. Έπειτα η περιοχή όπου εστιάζει για να καταγράψει το χρονικό της καταστροφής: η νιότη. Υπάρχει όμως πάντα και κάτι αδιευκρίνιστο, που σε φέρνει κοντά σε ένα έργο τέχνης, που το κάνει να κουμπώνει με κάποιες ιδιαίτερες προτιμήσεις σου, ή να χτυπάει κάποια αισθητικά κέντρα. Αυτό δεν μπορεί να αναλυθεί, αλλά είναι εξίσου δυνατό σημείο έλξης.
Με ποια κριτήρια επιλέξατε τους «συνταξιδευτές» σας σ’ αυτό το σκηνικό εγχείρημα;
Π. Ζ.: Δεν αλλάζουν τα κριτήρια: ζητείται ταλέντο, ευφυϊα και ήθος. Ή αλλιώς, Λογική και Ευαισθησία – και Γενναιότητα θα προσέθετα, απαραιτήτως. Σε τι από αυτά να κάνει κανείς έκπτωση; Για μένα, το έχω πει πολλές φορές, έχει μεγαλύτερη σημασία ο «συνταξιδευτής» από το ίδιο το έργο. Θα ταλαιπωρηθούμε στο δρόμο, θα απελπιστούμε, θα εμπνευστούμε, θα νευριάσουμε, θα τρομάξουμε. Θα ηττηθούμε για να νικήσουμε. Δει δη έρωτος λοιπόν…
Όσον αφορά στη μετάφραση, συναντήσατε κάποιες δυσκολίες στην απόδοση και στη μεταφορά του βαθύτερου νοήματος του πρωτότυπου κειμένου στη δική μας γλώσσα;
Π. Ζ.: Μου άρεσε το στοίχημα του συνδυασμού της αδρότητας με την οποία εκφράζεται το γερμανόφωνο ταμπεραμέντο, με τον φυσικό, «λειωμένο» λόγο της νεανικής παρέας. Το στοίχημα του συνδυασμού της ιατρικής ορολογίας, που αναπόφευκτα υποφώσκει στις κουβέντες τους, μαζί με την οικειότητα της καθημερινότητας, αλλά και την κοφτερή ευθυβολία του κυνισμού. Έχω ένα βασικό πλεονέκτημα: ξέρω πότε «μιλιέται» μια πρόταση από τον ηθοποιό χωρίς να του στήσει παγίδα και πότε «φωνάζει» πως είναι μετάφραση.
Ας δούμε όμως την εσωτερική «ύφανση» του κειμένου…Τι ζητήματα πραγματεύεται και ποιος είναι ο κεντρικός άξονας, στον οποίο στηρίζεται η δική σας σκηνοθετική οπτική;
Π. Ζ.: Η ραχοκοκαλιά του έργου είναι το άγριο εσωτερικό τοπίο μιας διαψευσμένης γενιάς. Το τοπίο είναι φυσικά σκληρό και ναρκοθετημένο. Η κύρια παγίδα του είναι να διαλέξεις «καλούς» και «κακούς» ήρωες. Ο κίνδυνος, επίσης, του να σε απορροφήσει περισσότερο απ’ όσο πρέπει η απόδοση της εποχής του Μεσοπολέμου και η ιστορική συγκυρία είναι υπαρκτός. Το έργο όμως δεν είναι ηθογραφία σε καμία περίπτωση. Ο Μπρούκνερ μιλάει για θέματα διαχρονικά και αιωνίως παρόντα με μεγάλη ένταση: για τον παραλογισμό του ανθρώπινου είδους, για την κόλαση που παραδίδουμε στα παιδιά μας, για τον μηδενισμό στον οποίο τους οδηγούμε. Εκεί εστιάζει και η δική μου ματιά: στην εύθραυστη ισορροπία μεταξύ λογικής και παράνοιας, στις μικρές και μεγάλες προδοσίες, στο γλίστρημα ενός αθώου παιχνιδιού που καταλήγει στο θάνατο, στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης. Χωρίς καμία αγωνία για σκηνοθετικά «ευρήματα» και εντυπωσιακές πρωτοτυπίες. Εικαστικά , φωτιστικά και ερμηνευτικά υπηρετείται η αδρή γραφή του κειμένου.
Το έργο τοποθετείται στην Γερμανία της δεκαετίας του 1920· Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει, έχει υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης, όμως η νεολαία της Γερμανίας συνεχίζει να ζει σε μία «εμπόλεμη» κατάσταση. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το έργο με το οποίο συνομιλείτε είναι «ανησυχητικά» επίκαιρο; Ποιες είναι οι αντανακλάσεις του στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;
Π. Ζ.: Παρατηρούνται, πράγματι, ανησυχητικές αντιστοιχίες με το σήμερα. Η γενικότερη ήττα σε επίπεδο ηθικό και κοινωνικό, η απουσία αξιών, η διαφθορά, η αποτυχία της πολιτικής είναι εμφανή. Ο κυνισμός και ο μηδενισμός εκτρέφει σταθερά το αυγό του φιδιού. Είναι ανατριχιαστικό. Ο εσωτερικός πόλεμος είναι πάντα πιο επικίνδυνος από εκείνον των χαρακωμάτων.
Ποιος είναι ο προσδοκώμενος αντίκτυπος αυτής της παράστασης στον θεατή; Τι στίγμα αφήνει μέσα σας;
Π. Ζ.: Η γεύση που αφήνει το έργο είναι η συνειδητοποίηση της καταστροφής του υγιούς ιστού από τους ενήλικες. Η καταστροφή του μέλλοντός μας. Άρα, ένα μεγάλο «κρίμα»…
Σε μία αφιλόξενη κοινωνία με ασταθείς πολιτικές αξίες, που «θρέφει» μία νέα γενιά απογοητευμένη, μπορεί το θέατρο –και ο πολιτισμός γενικά- να δώσει διεξόδους;
Π. Ζ.: Ο πολιτισμός είναι η μόνη ελπίδα επαναπροσδιορισμού της ζωής μας. Και δεν το θεωρώ τυχαίο που παραμελείται συστηματικά από το πολιτικό σύστημα. Ο πολιτισμός διαμορφώνει ενεργούς πολίτες, δύσκολα διαχειρίσιμους.
«Φυσικά και Ονειρεύομαι»… Εσείς σε προσωπικό επίπεδο, είστε αισιόδοξη; Ποιες είναι οι προσδοκίες και τα όνειρα που έχετε για το μέλλον;
Π. Ζ.: Κρατώ την αισιοδοξία ως αναγκαίο εφόδιο και όπλο. Δεν καταδέχομαι την παραίτηση. Πορεύομαι προσπαθώντας να αλλάξω κάτι – όχι στον κόσμο – στο άμεσο περιβάλλον μου. Να ομορφήνω, όσο γίνεται, το ταξίδι που μου δόθηκε. Να ανιχνεύσω τους «συγγενείς» και να μοιραστώ μαζί τους μικρές δημιουργίες, μικρές συνενοχές. Αυτό συνεχίζει να είναι το όνειρό μου.
Εκτός από την «Αρρώστια της νιότης», έχετε κάποια άλλα καλλιτεχνικά σχέδια, τα οποία θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Π. Ζ.: Το επόμενο βήμα δεν είναι οριστικοποιημένο. Κάποιες καλές συζητήσεις για το χειμώνα μόνο. Προς το παρόν ετοιμάζομαι για τον επώδυνο χωρισμό από την «Αρρώστια της Νιότης», μετά την πρεμιέρα…
Συνέντευξη στην Ερριέττα Μπελέκου
Πηγή: culturenow.gr