Το Οnlytheater.gr συνάντησε τον ηθοποιό Θάνο Καληώρα σε μια ιδιαίτερα εξομολογητική διάθεση, ενόψει της θερινής περιοδείας του στο πλευρό της Κάτιας Δανδουλάκη και την παράσταση «Μάντεψε ποιός θα πεθάνει απόψε» στη διασκευή των Ρέππα-Παπαθανασίου. Ο ηθοποιός δεν δίστασε να μας συνεπάρει σε ένα ταξίδι στο νεανικό του παρελθόν, κάπου εκεί όπου πραγματοποίησε και τα παρθενικά του βήματα στο σανίδι... Αναφερόμενος σε βαρυσήμαντες προσωπικότητες που στιγμάτισαν την ιδιοσυγκρασία αλλά και το θεατρικό του προφίλ, ο Θάνος Καληώρας μας μίλησε για την Αρχαία Τραγωδία, τον ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο αλλά και για εμβληματικές προσωπικότητες του θεάτρου και μας κατέθεσε μερικές από τις ενδόμυχες σκέψεις του...
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με την κ. Κάτια Δανδουλάκη; Δώστε μας μερικές λεπτομέρειες σχετικές με την παράσταση.
Η συνεργασία με την σπουδαία αυτή κυρία του θεάτρου προέκυψε όταν εκείνη μου έκανε την τιμή να μου ζητήσει να την συνοδεύσω θεατρικά στην θερινή περιοδεία σε όλη την Ελλάδα- συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Αθήνας- της παράστασης «Μάντεψε ποιός θα πεθάνει απόψε». Πρόκειται για μια κωμωδία-διασκευή από τους Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου του αστυνομικού θρίλερ του γάλλου (ηθοποιού) Ρομπέρ Τομά, της οποίας ανέλαβαν και τη σκηνοθεσία κατά τη χειμερινή θεατρική σεζόν, και τώρα θα εμφανισθώ κι εγώ μαζί τους.
Ποιον ρόλο ενσαρκώνετε σ’ αυτήν την αστυνομικής φύσης κωμωδία;
Υποδύομαι τον εξαφανισμένο σύζυγο της Κάτιας Δανδουλάκη (Κατρίν), ο οποίος κάποια στιγμή επιστρέφει ξαφνικά στο σπίτι του, αντιμετωπίζεται όμως αρκετά παράδοξα από τη γυναίκα του, η οποία αδυνατεί να τον αναγνωρίσει και αρνείται οποιαδήποτε επαφή μαζί του. Αρκεί να σας πω πως στην αξεπέραστη αυτή διασκευή, σε άλλη εκδοχή της οποίας με τεράστια επιτυχία-«Ρούμι, λεμόνι και λευκό κρασί»- είχα πρωταγωνιστήσει πριν 12 χρόνια, το σκηνοθετικό δίδυμο έχει κάνει καταπληκτική δουλειά, διατηρώντας τη βασική δομή μεν, διανθίζοντάς την δε με τον ιδιαίτερο,σαρκαστικό λόγο του.
Ποια είναι η ιδιαιτερότητα αυτής της αστυνομικής πλοκής από άλλες αντίστοιχες;
Ο Τομά έχει τη μοναδική ικανότητα να διατηρεί ακλόνητο το ενδιαφέρον και την αγωνία μέχρι τέλους. Έτσι, η λύση του μυστηρίου στην περίπτωσή μας δεν έρχεται παρά μόνο την τελευταία στιγμή, στις καταληκτικές ατάκες του έργου, ιντριγκάροντας το θεατή, ο οποίος παραμένει σε εγρήγορση μέχρι την αποκάλυψη του μυστικού της ιστορίας. Δεν μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους το πώς εξελίσσονται οι χαρακτήρες και πώς είναι πλεγμένο όλο το μυστήριο. Θα έλεγα πως πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα αστυνομικά έργα των εποχών. Έχοντας παίξει και στην «Ποντικοπαγίδα» της Αγκάθα Κρίστι, αλλά και σε κάποιες άλλες αστυνομικές παραστάσεις στο θέατρο, μπορώ να πω πως το έργο αυτό του Τομά είναι αξεπέραστο.
Θα σας μεταφέρω μερικά χρόνια πίσω. Έχετε αποφοιτήσει από το Εθνικό Θέατρο. Με δεδομένο το υψηλό του επίπεδο , θεωρείτε πως το Εθνικό σας διαμόρφωσε κατά τρόπο ουσιαστικό ως ηθοποιό ή αποτέλεσε απλώς ένα «κλειδί» που «άνοιγε τις πόρτες» μπροστά σας;
Όταν ήρθα στην Αθήνα από τη Δράμα, όπου γεννήθηκα, για να σπουδάσω θέατρο και πέτυχα στις εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου, όπου φοίτησα για τρία χρόνια, δεν είχα ακόμη στο μυαλό μου σαφή εικόνα για το τι ακριβώς θα ήθελα να ακολουθήσω. Όσο ζούσα στην επαρχία δεν παρακολουθούσα συχνά θέατρο και δυστυχώς δεν είχα διαμορφώσει άποψη τόσο συγκεκριμένη για την ομορφιά που κατέχει το θέατρο. Παρακολουθούσα μονάχα κινηματογράφο και τηλεόραση, επομένως η παιδεία μου έως τότε ήταν, θα λέγαμε, περισσότερο κινηματογραφική και τηλεοπτική. Το Εθνικό λοιπόν και οι δάσκαλοί μου, οι μεγάλοι αυτοί δάσκαλοι, μου άλλαξαν τα μυαλά και την όλη σκέψη μου και με τοποθέτησαν σε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο με ξεχωριστή νοοτροπία από την αρχική μου. Με λίγα λόγια επενέβησαν στην πορεία και την ευρύτερη μόρφωσή μου καθοριστικά, κι ελπίζω να ακολούθησα πιστά τη διαδρομή αυτή τα τελευταία 35-36 χρόνια της καριέρας μου. Ειδικά μάλιστα την εποχή εκείνη, κατά την οποία στο Εθνικό δίδασκαν κολοσσοί του θεάτρου-θα ξεχώριζα τους Αρώνη, Χατζηαργύρη, Μουζενίδη, Βόκοβιτς, τον συγγραφέα Α.Τερζάκη και πολλούς άλλους - άνθρωποι με βαθιά γνώση που πραγματικά εκλείπουν από τη σημερινή κοινωνία - το Εθνικό Θέατρο, με την αυστηρότητα και τη σοβαρότητά του συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωσή μου.
Τον πρώτο σας ρόλο τον ερμηνεύσατε στην Επίδαυρο κι από κει και πέρα συμμετείχατε σε πολλές παραστάσεις στο χώρο αυτό. Θα επιθυμούσατε να σταθείτε και πάλι στη σκηνή της Επιδαύρου;
Δε χωρά άρνηση το συγκεκριμένο ερώτημα... Η Επίδαυρος είναι ένα συγκλονιστικό θέατρο, το καλύτερο θέατρο του κόσμου, και το έχω βιώσει σε πάρα πολλές παραστάσεις με ηθοποιούς μεγαθήρια- με Συνοδινού, Κατράκη, Καρακατσάνη, Μινωτή και πολλούς άλλους ανάλογους κολοσσούς. Σήμερα, βέβαια, η Επίδαυρος έχει μετατραπεί σε ένα «τσίρκο» όπου ο καθένας μπορεί να στήσει τη δική του παράσταση. Το θέατρο όμως, και ειδικότερα αυτό της Επιδαύρου, είναι ένα κομμάτι του πολιτισμού μας που εξάγουμε στους ανθρώπους που επισκέπτονται την Ελλάδα-κυρίως το καλοκαίρι-, επομένως απαιτεί ιδιαίτερη σοβαρότητα και υπευθυνότητα το ζήτημα της διαχείρισης μιας παράστασης.
Αναφερθήκατε προηγουμένως σε μερικούς από τους κολοσσούς του θεάτρου, όπως ο Μ.Κατράκης και ο Α. Μινωτής, πλάι στους οποίους σταθήκατε θεατρικά. Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που να σας στιγμάτισε μέσα από τη συνεργασία σας και που να σας ακολουθεί μέχρι και σήμερα;
Η μεγάλη συνέπεια, το δόσιμο και η αγάπη που είχαν για το θέατρο είναι τα βασικά από τα στοιχεία που έχω κρατήσει ως προίκα από τους ανθρώπους αυτούς. Προσωπικότητες που είχαν φτάσει στην κορυφή, άνθρωποι που πραγματικά μεγαλουργούσαν στο θέατρο και όμως παρέμεναν ταπεινοί. Αυτά τα διδάγματα λοιπόν κρατώ πάνω μου ως κειμήλια μέχρι και σήμερα, με πολλή αγάπη αλλά και θαυμασμό προς τα πρόσωπα που μου τα κληροδότησαν. Με τον Μ. Κατράκη μάλιστα, φτάσαμε μέχρι και την Ιαπωνία στο πλαίσιο της παράστασης “Οιδίπους Τύραννος».
Πολύ ενδιαφέρον ακούγεται αυτό. Φαντάζομαι πρόκειται για στίγμα στην πορεία σας...
Πράγματι, παίξαμε σε θέατρα εκπληκτικά σε όλη την Ιαπωνία. Το να είσαι μαθητής αλλά και συμπρωταγωνιστής με προσωπικότητες όπως ο Μ.Κατράκης, των οποίων η σπουδή στο αρχαίο δράμα και το κλασικό ρεπερτόριο ήταν τεράστια και εποικοδομητική, είναι ένα ανεκτίμητο δώρο. Σήμερα δυστυχώς τα πράγματα τελούνται λίγο πιο βιαστικά. Την εποχή εκείνη, αν δεν ήταν έτοιμη μια παράσταση, πολύ απλά δεν ανέβαινε. Αν δεν ήταν όλα στην εντέλεια, παράσταση δε γινόταν.
Θα επιδιώκατε ποτέ να επιδοθείτε στη σκηνοθεσία;
Όχι, αν και θα με ενδιέφερε, φοβάμαι να το κάνω. Θεωρώ πως δεν έχω τα φόντα να πραγματοποιήσω κάτι τέτοιο, αν και η εμπειρία μου στο θέατρο και το στήσιμο μιας παράστασης είναι ίσως αρκετή για να το τολμήσω. Προτιμώ να είμαι πάνω στη σκηνή και να με σκηνοθετούν άλλοι, παρά να σκηνοθετώ εγώ και τον εαυτό μου αλλά και τους υπόλοιπους ηθοποιούς.
Θεωρείτε πως η Ελλάδα υποστηρίζει και προωθεί τα «παιδιά» της ή τα υποβαθμίζει και τα ισοπεδώνει;
Η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα «σκοτώνει τα παιδιά της». Δεν δίνει τις ευκαιρίες και την απαραίτητη πριμοδότηση, τόσο σε καλλιτέχνες όσο και σε επιστήμονες, που προσφέρουν άλλες χώρες στο δικό τους ανθρώπινο δυναμικό. Πραγματικά πιστεύω πως υπάρχει σε όλους τους χώρους τεράστια υποβάθμιση – κυρίως - των νέων ανθρώπων, οι οποίοι για το λόγο αυτό καταφεύγουν στο εξωτερικό ώστε να αναζητήσουν την τύχη τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και στον δικό μας τομέα εμφανίζεται το φαινόμενο αυτό. Δεν υπάρχει δηλαδή αξιολόγηση και δυνατότητα επίδειξης των ικανοτήτων ενός ανθρώπου, κι έτσι συχνά κυριαρχεί η λογική της «γνωριμίας» και του «μέσου».
Σε μια εποχή πολιτικά και κοινωνικά απορρυθμισμένη, όσον αφορά στην Ελλάδα, θα διακινδυνεύατε να επαναδιαπραγματευτείτε την καριέρα σας στο εξωτερικό;
Ομολογώ πως δεν θα επιθυμούσα να καταφύγω στο εξωτερικό. Δεν με κεντρίζουν ούτε τα φώτα ούτε η παράδοση άλλων χωρών. Άλλωστε, υπάρχει μια πλειάδα ηθοποιών που διαπρέπουν ήδη στις χώρες τους, και δεν θα ήθελα να αφήσω την πατρίδα μου προκειμένου να δράσω στο εξωτερικό. Δεν το έκανα όταν ήμουν νεότερος, αν και είχε περάσει κάποια στιγμή από το μυαλό μου, πολύ περισσότερο λοιπόν δεν θα τολμούσα να το κάνω τώρα. Εκτός βέβαια, αν κάποιος με επέλεγε προσωπικά, για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Γενικότερα όμως, αγαπώ την πατρίδα μου και μου αρέσει να συναλλάσσομαι με τους Έλληνες.
Αν μπορούσατε να μεταπηδήσετε στο παρελθόν, στην περίοδο του ‘50-’60, ποιον ρόλο θα επιθυμούσατε να ενσαρκώσετε;
Επειδή είμαι λάτρης του ελληνικού κινηματογράφου και μάλιστα έχω στο σπίτι μου όλες τις ταινίες της Φίνος Φιλμ, είναι πολλοί οι ρόλοι που θα ήθελα να παίξω, όπως για παράδειγμα του Κωνσταντάρα, του Βουτσά, ή κάποια μιούζικαλ και πολύ περισσότερο ταινίες του Χορν, τις οποίες λατρεύω. Τον Χορν συγκεκριμένα τον έχω σαν πολύ μεγάλο πρότυπο. Τον θεωρώ ένα πολύ μεγάλο αστέρι του θεάτρου και του κινηματογράφου που άστραψε μεγαλειωδώς μαζί με τη Λαμπέτη. Πραγματικά, θα ήθελα να ερμηνεύσω ρόλους του Χορν, όπως για παράδειγμα αυτόν στο «Αλίμονο στους νέους». Υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα του χώρου και πράγματι εκλείπει από το σύγχρονο θέατρο.