ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ Σ.ΚΕΝΤΙΕ
Σκηνοθετείτε τη θεατρική παράσταση του νεοελληνικού έργου «Μια αμυγδαλιά ανθίζει στη νεκρή γη». Τι σας δυσκόλεψε στην μεταφορά του βιβλίου «Γεώργιος Δροσίνης: Μια εποχή, Μια παρουσία», της Τούλας Μπούτου, στη σκηνή;
Το έργο που παίζουμε κάθε Παρασκευή και Σάββατο στο θέατρο της οδού Παραμυθίας στον Κεραμεικό, είναι ένα καινούργιο θεατρικό έργο, δεν είναι μεταφορά του βιβλίου της συγγραφέως «Γεώργιος Δροσίνης: Μια εποχή - Μια παρουσία». Αν υπάρχουν κοινά, επί μέρους στοιχεία και στα δύο κείμενα, φυσικό είναι, υπάρχει κοινή αναφορά. Είναι, όμως, δύο διαφορετικά πράγματα. Δοκίμιο το ένα, θεατρικό έργο το άλλο. Στο δοκίμιο, η πρόσληψη του περιεχομένου γίνεται κατά μόνας από τον αναγνώστη. Στο θεατρικό έργο, γίνεται δια μέσου των ηθοποιών και λοιπών παραγόντων της παράστασης.
Εδώ, πρέπει να ομολογήσω ότι είχα εξαιρετικούς συνεργάτες και απέκτησα καινούργιους φίλους. Όπως τον Παντελή Θαλασσινό, που έγραψε τη μουσική, τη Γιοβάννα Πρασίνου που έφτιαξε τα σκηνικά και τα κοστούμια, τον Μπάμπη Αρώνη που σχεδίασε τους φωτισμούς, τη Μαρουσώ Γεωργοπούλου, Ελεάννα Φινοκαλιώτη, Εύα Στυλάντερ, Μαίρη Κομματά, Κων/νο Ραβνιωτόπουλο. Με όλους τους παραπάνω συνεργάζομαι για πρώτη φορά. Με τη Βάλια Σαπανίδου έχουμε ξανασυνεργαστεί και της έχω απόλυτη εμπιστοσύνη σε ό,τι της αναθέτω.
Με τον Μανώλη Δεστούνη πρωτοσυνεργαστήκαμε πριν από 37 χρόνια. Ακολούθησαν και άλλες συνεργασίες. Θα ήμουν άδικος να μην αναφέρω και τα δυο πρόσωπα που, συνήθως, περνάνε στα ψιλά, όπως λέμε. Τον τεχνικό μας, Σάκη Κατερέλο και τον περουκιέρη, Γιώργο Σκένδρο, των οποίων ζηλεύω τον επαγγελματισμό τους.
Πού έγκειται η διαχρονικότητα των προσώπων της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και πόσο βαθιά αφορά τον κόσμο μια προσωπικότητα σαν τον Γεώργιο Δροσίνη;
Οι ποιητές της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», όπως περιοδικοποιούμε την ιστορία της Νεοελληνικής ποίησης, έδωσαν μάχη για την καθιέρωση της γλώσσας του λαού, της δημοτικής.
Η γενιά του 1880 προσέφερε διαφορετικούς και ενδιαφέροντες προσανατολισμούς στην ποίηση. Καταχωρίζονται ως ποιητές της ρωμιοσύνης (Παλαμάς, Εφταλιώτης, Πάλλης, Κρυστάλλης), ποιητές του άστεως (Δροσίνης, Πολέμης, Μαλακάσης, Γρυπάρης, Παπαντωνίου, Πορφύρης), ποιητές επαφής με το Βορρά ( Χατζόπουλος, Καμπύσης, Πασαγιάννης) και ποιητές σατιρικοί ( Σουρής, Κόκκας).
Μια σειρά επιγόνων εμπλούτισαν της ποίησή μας αφενός, πολλοί δε, προσέφεραν αξεπέραστες μεταφράσεις κλασικών έργων του ευρωπαϊκού δραματολογίου (Καρθαίος, Ρώτας, Κουκούλας κ.α.).
Ήταν η γενιά που τα κοινωνικά προβλήματα δεν τους άφηναν αδιάφορους. Ζούσαν με το λαό. Ένιωθαν τα προβλήματά του και αγωνίζονταν μαζί του.
Ο Γεώργιος Δροσίνης, παραδείγματος χάρη ( υποψήφιος για Nobel λογοτεχνίας το 1947, το οποίο κέρδισε ο Αντρέ Ζιντ ) είναι δημιουργός της Σεβαστοπουλείου Σχολής, του Οίκου Τυφλών, ισόβιος γραμματέας του Συλλόγου προς διάδοση Ωφελίμων Βιβλίων, του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και όλα αυτά χωρίς την οικονομική εισφορά του κράτους. Υπάρχουν σήμερα παρόμοιοι πνευματικοί ταγοί;
Προσωπικά, πιστεύετε πως μπορεί να ανθίσει ξανά η Αμυγδαλιά στην νεκρή, ελληνική Γη;
Αλίμονο αν δεν ξανανθίσει. Θα είμαστε χαμένοι και άξιοι της μοίρας μας. Στο χέρι μας είναι να κάνουμε να ξανανθίσει και να καρπίσει και να μας δώσει τους γλυκείς καρπούς της δημιουργίας, της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας.
Γνωρίζουμε για τη στενή φιλία που σας ενώνει με τον κ. Γιάννη Καλατζόπουλο. Υπάρχει περίπτωση να συνδεθείτε και καλλιτεχνικά κάποια στιγμή;
Η φιλία μου με τον Γιάννη Καλατζόπουλο είναι βαθιά και αειθαλής και με τα χρόνια βαθαίνει περισσότερο. Καλλιτεχνικά έχουμε συνευρεθεί πολλές φορές, μπορεί να συμβεί και στο μέλλον. Μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε τις ίδιες αγωνίες, τα ίδια μεράκια και μας κατατρώγουν τα ίδια σαράκια και είμαστε αιέν αισιόδοξοι.