Συνέντευξη στη Χρύσα Φωτοπούλου
Τη Χριστίνα Μαξούρη την είχε ξεχωρίσει το μάτι μου πριν τη δει σε δράση στη σκηνή. Την είχε ξεχωρίσει το αυτί μου πριν την ακούσει να αγιοποιεί τους φθόγγους. Τις Δευτέρες του περασμένου Νοέμβρη τις αφιέρωσε σε τρεις
ρεμπέτισσες, τη Στέλλα Χασκήλ, τη Μαρίκα Νίνου και τη Σωτηρία Μπέλλου.
Συναντηθήκαμε ένα πρωινό στο καφέ της οδού Φειδίου. Σ’ ένα μικρό τραπεζάκι, στο βάθος, κάτσαμε και τα είπαμε όλα ή σχεδόν όλα. Η αφήγηση της ιστορίας της θα μπορούσε να έχει υπόκρουση όποιο μουσικό θέμα θυμίζει ζωή.
Ξεκινάμε; Πάμε!
«Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσα στο Πόρτο Ράφτη. Έχω και μικρασιάτικες ρίζες.» Μιλάει με συστολή και ησυχία… Έχει μια ευγένεια που με αφοπλίζει. Δεν κρατιέμαι, της κάνω ανάκατες ερωτήσεις, ξεκινώντας από το θέατρο. «Στο σχολείο υπήρχε μια θεατρική ομάδα με την οποία με τον καιρό άρχισα να έχω στενή σχέση. Κάθε φορά που παρακολουθούσα τα παιδιά έπιανα τον εαυτό μου να εκτινάζεται σαν να τον διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Έτσι άρχισα να συμμετέχω στις πρόβες και να συνεπαίρνομαι ολοένα και πολύ από τη συλλογικότητα που χαρακτήριζε την ομάδα. Τέλειωσα το σχολείο και αμέσως βρέθηκα στη σχολή του Γιώργου Αρμένη. Μια διακοπή: Μπαίνει στο καφέ ο Νίκος Καραθάνος, είναι ο σκηνοθέτης της «Γκόλφως» που θα ανέβει στο Εθνικό τους επόμενους μήνες, σε λίγο έχουν πρόβα ακριβώς απέναντι.
Χριστίνα, το τραγούδι υπήρχε πάντα στη ζωή σου; « Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε οικογενειακά στο Πόρτο Ράφτη. Γείτονές μας ήταν μια οικογένεια Εβραίων. Ο μπαμπάς της οικογένειας ήταν ένας άμεσος, ένας δημιουργικός άνθρωπος, ένα αεικίνητο πνεύμα. Αγκαλιά με μια κιθάρα μάζευε γύρω του κόσμο και τραγουδούσαν όλοι μαζί. Με θυμάμαι πάντα μέρος αυτής της καλοκαιρινής παρέας που είχε καταλήξει να είναι θεσμός. Θυμάμαι τη ζωή μου με τραγούδι. Στο σπίτι μουσική πάντα. Ο Σαββόπουλος, ο Λοίζος, ο Θεοδωράκης. Σιγά σιγά ανακαλύπτονται και οι μεγάλες αγάπες, ο Ξυδάκης και ο Κυπουργός.» Της υπόσχομαι να πάω να την ακούσω την τελευταία βραδιά στο Χαμάμ που θα είναι παρέα με τη Λυδία Κονιόρδου. Γιατί άραγε θέλησε το αφιέρωμά της στο ρεμπέτικο να έχει τόσο εξειδικευμένη μορφή; «Γιατί το τραγούδισμα και των τριών αυτών γυναικών της Χασκήλ, της Νίνου και της Μπέλλου με συγκινεί και με ζεσταίνει.Επιπλεόν τα τραγούδια τους πάνω κάτω έχουν μια θεματική, επομένως θα μπορούσαν να αποδοθούν με τη μορφή παράστασης. (Οι μελωδίες και) ο λόγος στη ρεμπέτικη μουσική είναι γνήσιος και ανεπιτήδευτος. Δε γίνεται να μην συμπαρασύρει ποτάμια κόσμου.» Η κουβέντα επανέρχεται στο θέατρο. Αφορμή ο Λειβαδίτης, κοινός μας αγαπημένος. « Τη χρονιά 2010-11(ξεκινώντας το καλοκαίρι του 2010 από το Φεστιβάλ Αθηνών)ανέβηκε στο Bios (επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά στο θέατρο Πορεία) η παράσταση «Παραλογές ή Μικρές καθημερινές τραγωδίες» σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία Γιάννη Καλαβριανού. Πρόκειται για μια σπονδυλωτή παράσταση, βασισμένη στις ιστορίες τεσσάρων ελληνικών δημοτικών τραγουδιών-παραλογών (Της σκοτωμένης, Η μάνα η φόνισσα, Τα αγαπημένα αδέρφια και η κακή γυναίκα, Η γυναίκα βοσκός) και σε στίχους από τις ποιητικές συλλογές του Τάσου Λειβαδίτη: Μικρό βιβλίο για Μεγάλα Όνειρα, Νυχτερινός Επισκέπτης, Σκοτεινή Πράξη, Ο Διάβολος με το Κηροπήγιο, Βιολί για Μονόχειρα, Ανακάλυψη, Βιολέτες για μια Εποχή.» Η παράσταση περιόδευσε σε 21 πόλεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Για την παραγωγή αυτή, η Χριστίνα προτάθηκε για το θεατρικό βραβείο Μελίνα Μερκούρη καλύτερης νέας ηθοποιού.
Είναι Σάββατο πρωί και η Αθήνα τρομακτικά γυμνή. Κομμάτια θλίψης παντού. Μιλάμε για το τώρα, θυμώνουμε με τα χρυσαυγίτικα, καρκινικά κύτταρα που διογκώνονται σε βάρος μας. « Η στιγμή επιτάσσει έγνοια και φροντίδα για να γίνει ένα βήμα παραπέρα. Πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να κρατηθεί ελπίζοντας. Μένω στα Πετράλωνα και κυκλοφορώ με ποδήλατο. Κάθε φορά που περνώ μέσα από κεντρικά σημεία βρίσκομαι αντιμέτωπη με μια δυστυχία που δεν κάνει διακρίσεις. Πρέπει πάση θυσία να κρατηθώ όρθια μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. Και θέλει πολλή δύναμη να μπορείς να τελειώνεις τη μέρα με εφεδρικές ανάσες.» Τι φταίει ρε συ Χριστίνα και δε γυρνάει με τίποτα αυτός ο ήλιος; « Δεν έχουμε απελπιστεί τόσο.., ίσως αυτό είναι..». Πιάνουμε τα όνειρα για να ξεμαυρίσουμε το τοπίο. « Ένα μεγάλο μου όνειρο ήταν να καταφέρω κάποτε να ταξιδέψω με τη δουλειά μου. Αυτό ξεκίνησε να γίνεται το 2007 που συμμετείχα στην παράσταση της «Ηλέκτρας» σε σκηνοθεσία Peter Stein,με το Εθνικό.Έτσι βρεθήκαμε να δουλεύουμε ακατάπαυστα για 40 ημέρες στο κτήμα του,σε μια επαρχία της Νάπολης,με τελευταίες στάσεις του "ταξιδιού" στη Σεούλ και τη Νέα Υόρκη.Ένας άλλος σταθμός ήταν η Στουτγάρδη,με σκοπό μια ρεμπέτικη συναυλία και βεβαίως το αλησμόνητο stage με την Ariane Mnouchkine στοTeatre du Soleil στο Παρίσι.» Είναι σχεδόν 30, τόσο μικρή για τόσες πολλές στιγμές. Ποιος ήταν ο πρώτος ρόλος; « Το 2003, ο δάσκαλός μου, ο Γιώργος Αρμένης, ανέβασε Θείο Βάνια και μου εμπιστεύτηκε τον ρόλο της Σόνιας. Καταλαβαίνεις τι σήμαινε για μένα τότε η συμμετοχή αυτή.» Της λέω πόσο καλά λειτουργεί η διαίσθησή μου και πόσο πιστή παραμένω στο ένστικτό μου. «Και εγώ το ίδιο» μου απαντάει. « Ήθελα κάποια στιγμή να συναντήσω τον Νίκο Ξυδάκη. Και έγινε. Το 2008 ήμουν βοηθός της Μάρθας (Φριντζήλα) και μέσω εκείνης της συνεργασίας μπόρεσα και τον συνάντησα.». Δε θυμάμαι πώς αρχίσαμε στη συνέχεια να μιλάμε για τα έμμετρα κείμενα. Α, ναι, αφορμή ήταν το κείμενο του Ραγκαβή « Του Κουτρούλη ο γάμος». Η παράσταση ανέβηκε τον Φλεβάρη του 2012 σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. « Κάθε φορά που διαβάζω έμμετρα κείμενα –μετακινούνται οι πλάκες-.» Μετακινούνται οι πλάκες, τι ωραία μεταφορά! « Λέγαμε πριν για τον Κουτρούλη, άκου ένα περιστατικό. Εκείνο τον καιρό παράλληλα με τον Κουτρούλη συμμετείχα και στις «Πυρκαγιές» στο Εθνικό. Κάποια στιγμή, σε κάποια από τις τελευταίες παραστάσεις του Κουτρούλη μου ζήτησε ο σκηνοθέτης να αντικαταστήσω την πρωταγωνίστρια του έργου (για λόγους υγείας χρειάστηκε να απέχει προσωρινώς) Να κάνω την Ανθούσα, δηλαδή.» Καλά, πώς; Τα λόγια; Τη ρωτώ, έντρομη. « Έχει ευκολίες η μνήμη μου. Θα το έκανα. Ήταν αδύνατον να ακυρωθούν οι παραστάσεις εκεί στο τέλος. Ο Βασίλης (Παπαβασιλείου) μου ζήτησε για να με διευκολύνει να αφαιρέσουμε κείμενο, αρχικά το δέχτηκα,αλλά στην τελευταία παράσταση το ξαναπροσέθεσα. Η παράσταση παρά τις αντιξοότητες- είχαμε διπλές παραστάσεις στις «Πυρκαγιές» και μετά ακολουθούσε ο Κουτρούλης- έγινε χωρίς προβλήματα.» Μένω άναυδη, εκείνη χαμογελά.
Της ζητώ να μου πει τι θέλει να δει να γίνεται απ’ αυτά που ακόμη περιμένουν να γίνουν. «Θέλω να μπορέσω να τραγουδάω σε περισσότερο κόσμο..».
Τις επόμενες μέρες σκεφτόμουν μια κουβέντα της « Όλοι τραγουδάμε γιατί όλοι μιλάμε..»
Το συζήτησα με 2-3 φίλους και συμφώνησαν.