2.30 μ.μ. ... Πλατεία Αμερικής... Το κουδούνι γράφει «Οικογένεια Μεντή» - 3ος όροφος. Χτυπώ και μπαίνω στο νεοκλασικό κτίριο. Ανεβαίνω τη στριφογυριστή σκάλα, γεμάτη ανυπομονησία να συναντήσω μια αξιοθαύμαστη κυρία του θεάτρου, μια εκρηκτική ηθοποιό, μια διαχρονική δύναμη! Νένα Μεντή! Η καταξιωμένη ηθοποιός, μιλά αποκλειστικά στο onlytheater.gr, λίγο πριν την έναρξη της παράστασης «Η Σύλβα και ο Δράκος», η οποία έκανε πρεμιέρα τη Δευτέρα 27 Οκτωβρίου στη μουσική σκηνή «Χαμάμ», όπου παίζεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά έπειτα από μια εξαιρετικά επιτυχημένη πρώτη σεζόν. Η Νένα Μεντή εξομολογείται ενδόμυχες σκέψεις, παραδέχεται λάθη του παρελθόντος, ανασύρει απωθημένες μνήμες της παιδικής ηλικίας και μιλά με βαθιά συγκίνηση για το ρόλο που τη στιγμάτισε, την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου». Αυτή την περίοδο η Νένα Μεντή φορά την ξανθιά περούκα και το λεοπάρ ταγέρ της και μεταμφιέζεται στη Σύλβα, τη Σαλονικιά τραγουδίστρια του ’60, η οποία μας διηγείται την προσωπική της ιστορία και το δεσμό της με το «Δράκο του Σέιχ Σου», υπό τη συνοδεία του αισθαντικού ακορντεόν του Παναγιώτη Τσεβά... Μια ιστορία βασισμένη στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου».
Προέρχεστε από μια αμιγώς καλλιτεχνική οικογένεια, με πατέρα συνθέτη και θείο κωμικό ηθοποιό. Ποιος από τους δύο άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή ώστε να καθορίσει τη ροπή σας προς το χώρο της υποκριτικής;
Καλλιτεχνική επί της ουσίας, γιατί ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος- πράγμα το οποίο τον οδήγησε κατά τη γνώμη μου και σε πρόωρο θάνατο- και αυτοδίδακτος μουσικός και η μητέρα μου έπλενε πιάτα και ρούχα στο χέρι, αλλά καλλιτέχνης ήταν κι εκείνη, κι ο αδερφός μου πιανίστας. Θα έλεγα λοιπόν πως ήταν όλο το κλίμα του σπιτιού που προσανατόλισε τη ροπή μου. Ενώ ζούσαμε στην επαρχία μέχρι τα δεκατέσσερά μου, η όλη ατμόσφαιρα ήταν πολύ υποστηρικτική, με έναν τρόπο έμμεσο όμως. Δηλαδή, αδυνατώντας να πάμε στο θέατρο λόγω της επαρχίας, ακούγαμε στο ραδιόφωνο το «Θέατρο στο μικρόφωνο του Αχιλλέα Μαμάκη», τα «Θέατρα της Τετάρτης», «της Κυριακής», επίσης πολλή μουσική, κατά κύριο λόγο κλασική και μάλιστα με το ζόρι... Μας έβαζε και τα τρία σε καρεκλίτσες κι ακούγαμε Μπετόβεν ας πούμε, καταπιέζοντάς μας φρικτά βέβαια ως παιδιά τότε, πράγμα για το οποίο τώρα όμως τον ευγνωμονούμε....
Ποια ήταν η σχέση σας με τον πατέρα σας, αν μου επιτρέπετε την ερώτηση; Ενέκρινε τη θεατρική σας τάση;
Την ενέκρινε... Με στήριξε πάρα πολύ! Θα σου αφηγηθώ όμως ένα συγκινητικό γεγονός... Όταν πέθανε, το ’69, τρία χρόνια αφότου εγώ είχα μπει στο θέατρο, η μάνα μου μου αποκάλυψε ότι «ο πατέρας σου δεν ήθελε να γίνεις ηθοποιός». Όταν ρώτησα το γιατί, μου απάντησε: « Γιατί θα ταλαιπωριόσουν πάρα πολύ...» Μου έκανε καλό όμως αυτή η απόκρυψη, γιατί πράγματι ταλαιπωρήθηκα... Πάρα πολύ! Δηλαδή, μέχρι πρότινος ήμουν με το ένα πόδι απ’ έξω...
Έχετε αποφοιτήσει από το Εθνικό Θέατρο. Αυτό επηρέασε τον πυρήνα της προσωπικής σας θεώρησης για το θέατρο; Εκτός από τη φοίτηση και τα πιθανά προτερήματά της, υπήρξε για εσάς «κλειδί» που άνοιξε πόρτες;
Η σχολή σαν σχολή δε μου προσέφερε τίποτα προσωπικά... Είναι σαν να μην πήγα! Το λέω και το εννοώ! Όμως η εποχή της δικής μου θεατρικής αφετηρίας ήταν πολύ προσοδοφόρα... Η όλη παιδεία που χτιζόταν για έναν νέο άνθρωπο που αγαπούσε το θέατρο, που αγαπούσε αυτούς τους ηθοποιούς, που έβλεπε αυτήν την αφοσίωσή τους, ήταν μεγάλη σχολή. Αυτή ήταν η σχολή για μένα, κι όχι το Εθνικό. Προσωπικά δεν πιστεύω καθόλου στις σχολές. Όσον αφορά στο αν το θεωρώ «κλειδί», θα έλεγα πως κλειδί για μένα αποτέλεσαν οι παραστάσεις που έβλεπα και κυρίως οι ηθοποιοί, διότι αυτό που θεωρώ πάντα πως έχουμε σπουδαίο είναι οι ηθοποιοί...
Έχοντας συμμετάσχει στο «Ελεύθερο Θέατρο», πώς αξιολογείτε την εμπειρία σας αυτή στο χώρο της πρώιμης επιθεώρησης;
Στο «Ελεύθερο Θέατρο» εγώ συμμετείχα ως συνεργαζόμενη, ούσα επαγγελματίας ηθοποιός για επτά χρόνια από τότε, και μπορώ να παραδεχθώ πως κρατώ ως κάτι πολύ θετικό τη συνεργασία μου αυτή σε πολλά επίπεδα, τόσο σε καλλιτεχνικό-επαγγελματικό, δηλαδή στον τρόπο που μου «υπέδειξε» μια άλλη μορφή τέχνης, την επιθεώρηση, διδάσκοντάς μου την αμεσότητα στο θέατρο και το σπάσιμο των καλουπιών που διδάσκονται στις σχολές, όσο και σε επίπεδο «παρέας», εκθέτοντάς με σε ένα κλίμα μοναδικό, και με τα στραβά και με τους τσακωμούς του φυσικά. Ήταν ένα πολύ ζωντανό κύτταρο, άλλης εποχής...
Έχετε συμμετάσχει στο «Θίασο» του Θ. Αγγελόπουλου. Τι θα κρατούσατε ως απόσταγμα από την επαφή σας με έναν διεθνή δημιουργό, με έναν τόσο μεγάλο μάστορα του σινεμά;
Πέρα από την επαγγελματική μας σχέση, με τον Θόδωρο ήμαστε και προσωπικοί φίλοι, και θεωρώ πως η ταινία αυτή ανήκει μαζί με την «Αναπαράσταση» στις δύο καλύτερες ταινίες του. Θα κρατούσα λοιπόν την ίδια την ταινία, το «Θίασο», μια ταινία-σταθμό, η οποία αφηγείται πολλά πράγματα για τον τόπο, για το θέατρο και τα «μπουλούκια» του, πράγμα το οποίο μου αφήνει μια γλυκιά συγκίνηση, την οποία θα κρατώ για πάντα.
Έχετε διαγράψει αξιοζήλευτη πορεία στο θέατρο, πρωταγωνιστήσατε σε εξαιρετικά επιτυχημένες σειρές στην τηλεόραση. Την αγαπήσατε την τηλεόραση; Ή απλώς ήταν μέσο βιοπορισμού ή αν θέλετε άξονας αναγνωρισιμότητας;
Το τελευταίο καθόλου... Ήταν κάτι που ούτε είχα σκεφτεί, ούτε το υπολόγιζα. Έπαιξε ένα ρόλο θετικό στο επάγγελμά μου, γιατί από τότε είχα μια μεγάλη ανάκαμψη επαγγελματική, οικονομική... Έγιναν τα πράγματα πιο εύκολα, είχα μεγαλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα... Η τηλεόραση όμως, που δεν μπορώ να πω πως την αγάπησα, ούτε όμως και πως την έκανα με κόπο, παρόλο που είναι πολύ κουραστική δουλειά, ήταν η δουλειά μου. Ήταν, δηλαδή, ένα κομμάτι της δουλειάς μου που δεν «πετάω», διότι διδάχθηκα από τα ποιοτικά πράγματα που είχα κάνει πώς να μπορώ να παίζω σε γρήγορους ρυθμούς και πώς να κινητοποιώ όλες μου τις αισθήσεις και βασικά το μυαλό μου, ώστε το αποτέλεσμα να είναι σε έναν βαθμό «αξιόλογο». Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο... Διότι στο θέατρο έχεις τη δυνατότητα να κάνεις και να ξανακάνεις πρόβες και να διορθώσεις τυχόν λάθη ή ατέλειες, ή να διορθωθείς από τους συναδέλφους και τον σκηνοθέτη. Στην τηλεόραση απαλείφεται αυτή η δυνατότητα, κι ενεργοποιείται η λειτουργία μιας μηχανής που είναι ο εαυτός σου και πρέπει να κουρδίσεις για να δουλέψει και να παραγάγει πάρα πολύ γρήγορα. Κι επειδή μου έτυχε να κάνω δυο τρεις πολύ καλές δουλειές στην τηλεόραση, λόγω του ότι είχαν την υποδομή να είναι καλές - δηλαδή το σενάριο – αυτό το θεωρώ μεγάλη μου τύχη.
Ποιο είναι το πεδίο ελευθερίας και ευελιξίας του ηθοποιού σε περίπτωση που ενδόμυχα δε συμμερίζεται τις υποδείξεις του σκηνοθέτη, ώστε να μην εκθέσει τον ίδιο του τον εαυτό πάνω στη σκηνή;
Εγώ στο θέατρο πιστεύω πρώτα στο έργο, στο κείμενο δηλαδή και μετά στον ηθοποιό. Επομένως, εφόσον ο ηθοποιός έχει ένα καλό κείμενο, ένα καλό έργο, ένα καλό νούμερο στην επιθεώρηση, οτιδήποτε, κι έχει και μια προσωπικότητα – δεν μιλώ απαραιτήτως για ταλέντο – και μια εμπειρία, μπορεί πραγματικά να σωθεί. Το πιστεύω απολύτως.
Η ζωή είναι ένα πεδίο συγκρούσεων και αγωνίας συνεχούς για την επιβίωση. Ο ηθοποιός βρίσκει απάγκιο στη σκηνή; Αποσυμπιέζεται όταν βρίσκεται στον ζωτικό του χώρο, το θέατρο; Παίρνει αναπνοές πάνω στο σανίδι τέτοιες ώστε να μπορέσει να πάρει κουράγιο για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες της επόμενης στιγμής ή πρόκειται για ένα μύθο όλη αυτή η θεωρία;
Ο ηθοποιός παίζει. Αυτό και μόνο εξηγεί τη «διαδικασία» του ηθοποιού πάνω στη σκηνή. Ο ηθοποιός κάνει ένα παιχνίδι... Όταν παίζει, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανακούφιση για εκείνον, άσχετα με το αν είναι πολύ καλός ή μέτριος... Αυτό που κάνει είναι αυτό που διάλεξε να κάνει στη ζωή του, να παίζει! Είναι σαν το παιδί που παίρνει ένα τρενάκι, ένα αυτοκινητάκι, μια κούκλα και παίζει... Άρα αυτό και μόνο απαντά την ερώτησή σου… Είναι μια σπουδαία «ενασχόληση», όπου κίνητρο αυτού που την επιλέγει αποτελεί αυτό το «παιχνίδι» που εκτυλίσσεται με τον εαυτό του αλλά και με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, με το κείμενο και με τον κόσμο. Προκύπτει λοιπόν πως αυτό το παιχνίδι είναι η «κάθαρση»!
Πόσο δύσκολο είναι κατά τη γνώμη σας να διαχειριστεί ένας ηθοποιός μόνος του μια ολόκληρη παράσταση; Υπάρχει κάτι που να σας ιντριγκάρει, να σας μαγνητίζει στους μονολόγους; Το να αναλαμβάνει κανείς τέτοιους ρόλους δεν είναι αστεία υπόθεση... Απαιτεί εκτός από τη γνώση του ειδικού κώδικα των ρόλων αυτού του τύπου και την εμπειρία. μα και μια συστοιχία δεξιοτήτων. Πρέπει να είναι κάτι πολύ κουραστικό...
Όχι, δε με μαγνητίζει κάτι! Εμένα με ενδιαφέρει πιο πολύ να δουλεύω με συναδέλφους. Δε με κεντρίζει πολύ ο μονόλογος... Έτυχε να υπάρξει αυτή η ιδέα του Ζούλια για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου – εγώ δεν είχα ξανακάνει μονόλογο – και να με ιντριγκάρει το πρόσωπο, κι όχι το γεγονός πως είμαι μόνη μου πάνω στη σκηνή. Αντίθετα μάλιστα, θα έλεγα πως με φόβισε λίγο στην αρχή η ιδέα του μονολόγου. Επειδή όμως έχω την πείρα της Παπαγιαννοπούλου, την οποία έπαιζα επί σειρά ετών, αυτό μου έδωσε μια πολύ σύνθετη ικανοποίηση κι αυτοπεποίθηση ότι πάνω στη σκηνή ο ηθοποιός με το κείμενο είναι κυρίαρχοι. Αν δηλαδή αυτό που έχουν να πουν στον κόσμο είναι ένα πράγμα ζωντανό κι ενδιαφέρον, δεν τους φοβίζει τίποτα. Όπως βγήκα τώρα στη «Σύλβα», όπου χωρίς καμία σκηνοθεσία, σε μία καρέκλα, χωρίς να κουνιέμαι, πράγμα πολύ δύσκολο διότι πρέπει να κινητοποιήσεις όλα σου τα αισθήματα, όλη σου την ενέργεια τη σωματική και χωρίς κίνηση να κρατήσεις σε εγρήγορση τον κόσμο μόνο με το πρόσωπο και τη φωνή. Γενικότερα όμως, δεν μπορώ να πω πως με ιντριγκάρει ο μονόλογος. Προτιμώ τη συλλογική δουλειά, διότι αυτή είναι που έχει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εκείνη που προσφέρεται γι’ αυτό το «παιχνίδι».
Αντιλαμβάνομαι τη γοητεία της επικοινωνίας του ηθοποιού με το κοινό μέσω της θεατρικής πράξης. Είναι κάτι αναμφισβήτητο. Ωστόσο, δεν παύει να απασχολεί τη σκέψη μου το εξής: Ποια είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν σε έναν ηθοποιό όταν βρίσκεται απέναντι στο κοινό του, και ειδικά σε περιπτώσεις μονολόγων;
Επειδή είχα την τύχη να πρωταγωνιστώ σε ένα μονόλογο με πολύ μεγάλη απήχηση, κι αυτό το ήξερα απ’ την πρώτη μέρα που τον έπαιξα, θα έλεγα πως ήταν τέτοια η συγκίνηση του κόσμου, τέτοια η συμμετοχή του, το χειροκρότημά του, που μου χάρισε μια απόλυτη σιγουριά ότι εγώ το «ελέγχω». Δηλαδή, το κρατώ στο χέρι μου και το κάνω κι ό,τι θέλω... Επομένως δε θα μπορούσα να απαντήσω συνολικά, διότι το ίδιο συνέβη και με τη «Σύλβα», η οποία επενδύεται επίσης από το τραγούδι, πράγμα που σημαίνει πως δημιουργείται κάτι που κολυμπάει μέσα στο λόγο και τη μουσική, δίνοντας στο κείμενο μια ιδιαίτερη ώθηση. Αν όμως ανασύρω από τη μνήμη μου την πρώτη μέρα που έπαιξα την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, την οποία θυμάμαι και αμυδρά – πάνε επτά στα οκτώ χρόνια από τότε – μπορώ να δηλώσω μετά βεβαιότητας πως εγώ έπαιξα για μένα! Ο ηθοποιός άλλωστε παίζει καταρχήν γι’ αυτόν... Δεν παίζει για το κοινό... Όταν αυτό το παιχνίδι για το οποίο σου μίλησα προηγουμένως «ακουμπά» και το κοινό, τότε θα έλεγα πως αυτό είναι πολύ μεγάλη τύχη για τον ηθοποιό.
Θεωρείτε πως η τέχνη μπορεί να επηρεάσει το θεατή κατά τρόπο ουσιαστικό, ή είναι κάτι που επιδρά στιγμιαία και προσωρινά στον ψυχισμό του όσο βρίσκεται υπό την επήρεια της θεατρικής πράξης; Και στο σημείο αυτό θα ήθελα να φέρω το χαρακτηριστικό παράδειγμα των Ναζί, οι οποίοι τη μια στιγμή απολάμβαναν κλασική μουσική και την επόμενη έσφαζαν ανηλεώς κι έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους...
Νομίζω ότι το θέατρο δεν μπορεί να κινητοποιήσει επαναστατικές διαδικασίες. Μπορεί να ανοίξει παραθυράκια κάποιων σκέψεων... Ας πάρουμε για παράδειγμα την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», μιας και πρόκειται για ένα ελληνικό θέμα που αφορά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αφορά μια Ελλάδα που έχει χαθεί, ένα θέμα που πυροδοτεί έντονη νοσταλγία στον Έλληνα, είτε για όσα έχει βιώσει, είτε για εκείνα που έχει ακούσει από παππούδες και γονείς. Σίγουρα όταν επιστρέφει στο σπίτι του ο θεατής ή όταν βρίσκεται στην ταβέρνα ή το μπαράκι, συζητά αυτά που παρακολούθησε. Όταν λοιπόν την «Ευτυχία», την οποία έχουν παρακολουθήσει πολλές χιλιάδες κόσμου, τουλάχιστον οι μισοί την έχουν δει πάνω από τρεις φορές, καταλαβαίνεις πως το γεγονός αυτό κάτι σημαίνει, για κάποιο λόγο αυτοί ξαναήρθαν στο θέατρο. Γενικότερα όμως δεν πιστεύω ότι το θέατρο και γενικά η τέχνη μπορεί να δράσει άμεσα... Μπορεί όμως να δημιουργήσει άλλες «ποιότητες σκέψης»! Εγώ θεωρώ ας πούμε πως δε θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε χωρίς μουσική... Έχεις αναλογιστεί ποτέ πώς θα ήταν η ζωή χωρίς μουσική; Έχεις φανταστεί ποτέ να ξυπνάς και να μην ανοίγεις το ραδιόφωνο το πρωί; Είναι σαν να μην έχεις ψωμί... Τόσο ζωτικό το βρίσκω εγώ, ειδικά στην περίπτωση της μουσικής. Επομένως, θα έλεγα πως η συστηματική επαφή με την τέχνη δημιουργεί για τον άνθρωπο ένα πλέγμα παιδείας που αξιοποιείται σε βάθος χρόνου.
Όταν περνάτε την είσοδο του θεάτρου, αφήνετε πίσω τα προβλήματα και το θέατρο αποκτά έτσι τη μορφή καθαρτηρίου ή κουβαλάτε μαζί τα προβλήματά σας;
Όσο πλησιάζει η ώρα της παράστασης, δε σκέφτεσαι τίποτα άλλο – εκτός αν πονάς κάπου φρικτά – παρά μόνο αυτήν. Όταν όμως λήγει η παράσταση, βγαίνοντας από το θέατρο, για εμένα προσωπικά, τελειώνει και όλο αυτό που έχει προηγηθεί. Δεν κουβαλώ τίποτα μαζί μου, δεν επενδύω σε τίποτα από ό,τι μου άφησε η παράσταση. Είτε αυτό είναι θρίαμβος, είτε αποτυχία. Στη δεύτερη περίπτωση βέβαια, αυτό που με απασχολεί κάπως είναι το τι κάναμε λάθος. Σε κάθε άλλη περίπτωση, παίρνω φυσικά την ευχαρίστησή μου και τελειώνει εκεί...
Έχετε δηλώσει πως ο κάθε άνθρωπος είναι εν δυνάμει ηθοποιός. Πού στηρίζετε την πεποίθησή σας αυτή;
Όλοι μας έχουμε ένα κομμάτι με μια παιδικότητα, με μια ανάγκη «παιχνιδιού» , μια ανάγκη να υποδυόμαστε! Αυτό που θέλω να πω είναι πως εγώ για παράδειγμα που παίζω την Παπαγιαννοπούλου, δεν υποδύομαι εκείνη, αλλά τη Νένα, η οποία έχει πολλά κοινά σημεία με την Ευτυχία. Αυτό, αν θέλεις, είναι και μια μεγάλη εξυπνάδα του ηθοποιού, να μην προσπαθήσει δηλαδή να μιμηθεί... Αυτό είναι μεγάλο λάθος! Και στο συγκεκριμένο πρόσωπο, της Παπαγιαννοπούλου, επειδή ήταν πολύ σχιζοειδής προσωπικότητα, δεν υπήρχε περίπτωση να ακουμπήσω, στην προσπάθεια της μίμησης, ούτε το νυχάκι της... Είναι άπιαστη! Εγώ έψαξα να βρω πού μπορώ να την πλησιάσω σαν «Νένα», και σε ποια σημεία είχα συγγένειες και θαυμασμούς κι εκτίμηση γι’ αυτήν, κι εκεί επάνω στήριξα όλη αυτή την ερμηνεία, η οποία οφείλω να πω πως στήθηκε και μέσα στα χρόνια... Δεν έπαιξα την Ευτυχία την πρώτη μέρα όπως την παίζω τώρα...
Έχετε δηλώσει επίσης πως ζούσατε στην ίδια γειτονιά με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Πώς θα την περιγράφατε; Τι σας είχε κάνει εντύπωση σ’ αυτή τη μοναδική φιγούρα;
Πράγματι, για ένα μικρό διάστημα της ζωής μου, κάπου στα δεκατέσσερά μου – μόλις είχαμε έρθει στην Αθήνα- ζούσε κι εκείνη κάπου εκεί κοντά, και τη συναντούσα όταν έπινε καφέ σε ένα καφενείο. Ήμαστε γύρω στο ’60... Σε μια άλλη Αθήνα, σε μια άλλη εποχή. Καθόταν λοιπόν μόνη της στο καφενείο, – σημείωσε πως δεν υπήρχε αυτό σαν εικόνα την εποχή εκείνη για μια γυναίκα – κάπνιζε κι έπινε καφέ. Φορούσε μαύρα μεγάλα γυαλιά – γεγονός επίσης σπάνιο για τα χρόνια εκείνα- , και τυρμπάν στα μαλλιά. Ήταν μια περσόνα "αλλούτερη"... Την έβλεπα, δεν ήξερα ποια είναι. Ρώτησα λοιπόν μια μέρα τον πατέρα μου που δούλευε εκεί κοντά, ποια είναι αυτή η γυναίκα. Μου απάντησε πως ήταν μια σπουδαία λαϊκή στιχουργός, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Αυτή ήταν η μοναδική μου επαφή μαζί της. Ήξερα βέβαια τα τραγούδια της, τα οποία αγαπούσα πολύ, αν και μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον με «δυτικά» μουσικά ακούσματα... Όταν πια πέθανε, πραγματοποιήθηκαν κάποια δικαστήρια διεκδίκησης της κυριότητας των στίχων της από τον Τσιτσάνη, τα οποία όμως κέρδισε εκείνος. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτή η παράσταση λειτουργεί σαν δικαστήριο που δικαιώνει για πρώτη φορά τη στιχουργό στα μάτια του κόσμου. Κάτι άλλο που έμαθα για την Ευτυχία και μ’ έκανε να την αγαπήσω και να ταυτιστώ ακόμη περισσότερο μαζί της είναι ότι ήταν και ηθοποιός για είκοσι χρόνια σε «μπουλούκια»… Έπαιζε και χαρτιά, κάτι που αγαπώ πολύ, επομένως αισθάνθηκα απ’ την πρώτη στιγμή μεγάλη οικειότητα με το χαρακτήρα της και την αγάπησα σε βάθος.
Θα ήθελα να σας μεταφέρω σε άλλο πεδίο συζήτησης. Ποια είναι η γνώμη σας για το στρατευμένο θέατρο;
Αν αναφέρεσαι στο πολιτικό θέατρο στην Ελλάδα, νομίζω ότι πέρασε η εποχή εκείνη που είχαμε μεγάλη ανάγκη αυτό το είδος θεάτρου, ειδικά την περίοδο μετά τη δικτατορία που υπήρχε μια τεράστια καταπίεση και φίμωση. Θα έλεγα πως με την έλευση της ευμάρειας και του «lifestyle», αυτή η ανάγκη «ξεθώριασε», χάθηκε. Εμένα προσωπικά, σαν ηθοποιό αλλά και σαν θεατή, δεν μπορώ να πω πως με αντιπροσωπεύει αυτού του είδους το θέατρο. Βέβαια, έχουν γραφτεί και αριστουργήματα τα οποία έχουν πολιτική αφετηρία, όπως τα έργα του Μπρεχτ, τα οποία είναι τόσο καυτά και επίκαιρα σήμερα που δε θα μπορούσα να ακυρώσω την αξία τους για την κατανόηση των καταστάσεων που βιώνουμε καθημερινά...
Πού βρίσκεται σήμερα το ελληνικό θέατρο;
Κοίταξε, επειδή βλέπω πολύ θέατρο, και μάλιστα θέατρο από νέους ανθρώπους, πιστεύω πως υπάρχουν πολλοί νέοι ηθοποιοί που κάνουν πολύ καλή δουλειά, οι οποίοι δηλαδή ψάχνονται με τρόπο ουσιαστικό, γεγονός το οποίο, κατά τη γνώμη μου, θα τους οδηγήσει σε πολύ θετικά αποτελέσματα. Μπορεί να κάνουν και κάτι που ίσως αποτύχει... Δεν πειράζει! Ο καλλιτέχνης υφίσταται και για να αποτυγχάνει. Αλλά το θέατρο σαν ποσότητα – αυτή τη στιγμή έχουμε γύρω στις 120 παραστάσεις που μέχρι τα Χριστούγεννα θα φτάσουν σίγουρα τις 200 – εκπέμπει αρνητική εικόνα στα μάτια μου. Είναι πολύ θλιβερό και δυσοίωνο να βλέπεις νέα παιδιά να θέλουν να παίξουν επειδή το έχουν ανάγκη, επειδή το αγαπούν, χωρίς να πληρώνονται πάντα… Αυτό είναι πολύ απαισιόδοξο για μένα, μεγάλη «μαυρίλα»...
Αν εξαιρέσουμε το εμπορικό κομμάτι, εσείς ποιες σκηνές προτιμάτε, τα μεγάλα θέατρα με μεγάλο κοινό ή τα πιο μικρά;
Γενικότερα, δεν είμαι υπέρ των υπερπαραγωγών. Δεν με ενδιαφέρουν! Ούτε σαν ηθοποιό, ούτε σαν θεατή. Βέβαια, έχω παίξει και σε παραστάσεις όπως το «Τρίτο Στεφάνι», στο «Παλλάς» που είναι ένα τέτοιο θέατρο, πρόκειται όμως για μια παράσταση-έπος. Τέτοιου είδους παραγωγές εντάσσονται όμως μέσα σε ένα μπούγιο, όπου βέβαια μπορεί να φτιάχνονται και «νοστιμιές», αλλά εμένα δε με εμπνέουν τόσο, ακόμη και αισθητικά αν θες. Προτιμώ τους χώρους που είναι πιο μικροί...
Η πλατεία είναι σκοτεινή… Τα φώτα στα μάτια του ηθοποιού… Δεν αναγνωρίζει κανέναν από κάτω… Ακούει μόνο και νιώθει τις αναπνοές του κόσμου... Την ώρα της πράξης, τις αισθάνεστε αυτές τις αναπνοές; Πώς αντιδράτε σε πιθανή δυσφορία του κόσμου;
Επειδή το κοινό του θεάτρου σήμερα είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό γυναίκες και καθώς είναι μικρό το ποσοστό εκείνο που στερείται θεατρικού ήθους, θα έλεγα πως αν είσαι πολύ συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνεις, δύσκολα θα παρασυρθείς και θα εντοπίσεις μια κακή διάθεση από την πλευρά του θεατή. Προσωπικά, δεν είμαι πάρα πολύ ευαίσθητη και «εύθικτη» με τέτοια πράγματα. Είμαι πιο συγκεντρωμένη πάνω στη σκηνή και πιο «μπουλουξού», όπως λέω χαρακτηριστικά, δηλαδή δεν είμαι σοβαροφανής πάνω στη σκηνή, δε θεωρώ πως κάνω «υψηλή τέχνη» την οποία απαιτώ απ’ όλους να προσκυνούν λες και βρισκόμαστε σε ναό. Δεν είμαι σε ναό! Είμαι σε ένα χώρο, όπου μια γυναίκα, εγώ, και άλλοι συνάδελφοί μου παίζουν ένα παιχνίδι. Δεν ανήκω σαν άνθρωπος στην κατηγορία εκείνων που βλέπουν το θέατρο ως «ναό», στον οποίο είναι καθ’ όλα ταγμένοι. Εγώ βλέπω την όλη διαδικασία - ακόμη και την πρόβα - και σαν ένα μέσο για να περάσω καλά και συγχρόνως να επιτύχω το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα...
Αν μπορούσατε να μεταπηδήσετε στο παρελθόν, σε ποια περίοδο της ζωής σας θα θέλατε να σταματήσετε και γιατί;
Θα σου φανεί παράξενο αυτό που θα σου πω, αλλά είναι αληθές... Αν μπορούσα να ζήσω στην κατάσταση που είμαι τώρα, με την ενέργεια που έχω, με τη σκέψη που έχω, με τη σχέση που έχω με τη δουλειά μου, με την έντονη δραστηριότητα που έχω στην καθημερινότητά μου, για ακόμη 50 χρόνια, δεν θα ήθελα καμία άλλη προγενέστερη εποχή, διότι έχω βιώσει πολύ άσχημες καταστάσεις στο παρελθόν, οι οποίες κατά καιρούς κλείνουν και μ’ έναν θάνατο κάποιου πολύ δικού μου ανθρώπου... Αν ήξερα λοιπόν πως έχω ακόμη μπροστά μου πολλά χρόνια θα ήθελα να παραμείνω στο τώρα!
Υπάρχει κάτι για το οποίο έχετε μετανιώσει όσον αφορά στην επαγγελματική σας πορεία;
Βεβαίως! Και στην τηλεόραση και στο θέατρο... Μη φανταστείς όμως ότι είναι κάτι που με κατατρέχει, ή μου έχει δημιουργήσει «πληγές». Έχω έναν τρόπο να προσπερνώ τα πράγματα, όχι επειδή δεν είμαι ουσιαστική, αλλά επειδή είναι στο χαρακτήρα μου να λειτουργώ μ’ αυτό τον τρόπο. Σκοπός μου πάντα στη δουλειά μου ήταν να επιβιώσω και να μαθαίνω για να εξελίσσομαι. Αυτό κάνει το θέατρο! Σε εξελίσσει... Αρκεί απ' την πλευρά σου να το αγαπάς, να το νοιάζεσαι, να το αισθάνεσαι και να παρατηρείς, να προσέχεις το αντιαισθητικό, το παράξενο, το ωραίο... Και κατά τη γνώμη μου όλα τα παραπάνω είναι ζήτημα οικογενειακής ανατροφής... Θα ήθελα ωστόσο να σου εξομολογηθώ πως αν έχω μετανιώσει για κάτι στη ζωή μου είναι που δεν έκανα πολλά παιδιά... Θα ήθελα να έχω τρία, τέσσερα παιδιά...
Κλείνω με ένα τελευταίο ερώτημα: «Η τέχνη για την τέχνη ή η τέχνη για το κοινό»;
Θα σου απαντήσω λίγο έμμεσα. Κάποιος που γίνεται καλλιτέχνης, το κάνει γιατί μέσα σε όλο αυτό το περιβάλλον έχει να πει πράγματα τα οποία επιθυμεί να επικοινωνήσει, επομένως, υπό αυτή την έννοια, a priori είναι η τέχνη για την τέχνη. Ωστόσο, όταν εξασκείς επάγγελμα δια μέσου της τέχνης, δεν μπορεί να δηλώνεις τυφλός οπαδός αυτής της ιδέας, διότι κάπου απευθύνεσαι. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν ασκείς τη δική μου την τέχνη που απαιτεί άμεση επικοινωνία με τον κόσμο. Δεν είναι όπως η τέχνη του ζωγράφου ή του συγγραφέα που λειτουργεί αυτόνομα... Εγώ, αν δεν έχω απέναντί μου ένα δέκτη, δεν έχει νόημα να παίζω... Επομένως θα κατέληγα σε μια παραλλαγή της φράσης ως εξής: «Η τέχνη για να επικοινωνήσω μαζί σου» !