Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Μ.Ν. Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά
σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.
Α. Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο
κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο
δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα.
Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και
στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει
αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς
ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι άλλου - που
μόνο αυτή τ' ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφι-
χτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και
δεν της πήρα τίποτα.
Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι
να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.
Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροε-
τοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν
το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύ-
ρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν -
ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το
παράκανα. Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέ-
λος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος.
Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και
τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει...
Α. «Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτά-
δες;» -έτσι μου 'λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο
νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε
απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις
πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.
Μ.Ν. Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.