Βλέπαμε τις μεταγλωττισμένες «Αριστόγατες». Θα ‘ μασταν δε θα ‘μασταν 8-9 χρόνων. Τότε μου άρεσε να διαβάζω στους «τίτλους τέλους» το «ακούστηκαν με τη σειρά οι ηθοποιοί». Το όνομα της Γώγου και το πρόσωπό της τα ήξερα από τις ταινίες. Έβλεπα από μικρή ασπρόμαυρες ταινίες και θυμόμουν ονόματα και διαλόγους σε σημείο που σύμπας ο μικρός μου κόσμος απορούσε. Η Γώγου ήταν η φωνούλα του «Τουλούζ». Ένα γατάκι- μαγκάκι. Μια φωνή με φυσικό ψεύδισμα και πικάντικη αλητεία.
Δέκα χρόνια μετά, στα τελειώματα του σχολείου, περνάω ένα ολόκληρο καλοκαίρι κάνοντας βουτιές και διαβάζοντας, ένα-ένα, όλα τα τεύχη του περιοδικού ΜΕΤΡΟ. Τεύχη 5 ετών. Μια ντανιά ίσα με το μπόι μου. Καταχωνιασμένα στην αποθηκούλα. Σε κάποιο τεύχος έπεσα πάνω σε δισέλιδο αφιέρωμα στη Γώγου «με αφορμή την ποίησή της». Αγοράζω τα «Κλικ». Νομίζω την επόμενη. Εντυπωσιάζομαι. Δεν είμαι συνηθισμένη.
Εντυπωσιάζομαι. Δεν της απέδωσα ποτέ το μαύρο χρώμα. Αν κάτι μου θύμιζε αυτόματα η ποίησή της είναι εκείνες τις ζωγραφιές των παιδιών με τις τραχιές γραμμές από τις άξυστες ξυλομπογιές. Δεν είναι σκοτεινός αυτός που μπορεί και κατακερματίζει τη ζωή σε εκατομμύρια ψηφίδες, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται την αδιόρατη λεπτομέρεια ενός εξαίσιου θανάτου.
Φρόντισε να είναι κορίτσι μέχρι το τέλος. Ένα κορίτσι που μπορεί και γίνεται σιδερένια μπουνιά, όταν του πετούν πέτρες. Τα ποιήματά της θα μπορούσαν να είναι ένας πρωινός της μονόλογος μπροστά στον καθρέφτη, μια λεκτική χειροβομβίδα ενάντια σε όποιον παρεμβαίνει στον ενστικτωδώς στημένο κόσμο ελεύθερων ανθρώπων, ένας έντιμος απολογισμός, μια σύνοψη της κανονικής αθωότητας.
Είχε άτσαλο περπάτημα και πανέξυπνα μάτια. Απ’ αυτά που επιβιώνουν ακόμη και αν επιλέξεις να τους «σβήσεις το φως».
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1 Ιουνίου 1940 και πέθανε στις 3 Οκτωβρίου 1993. Πρώτη φορά γράφω γι’ αυτήν τρεις ολόκληρες παραγράφους.
Χρύσα Φωτοπούλου