“Τον γνώρισα στο Μακρονήσι. Ηταν ένας υπέροχος και άθλιος Ελληνας. Ρακένδυτος, νευρικός, όπως σε όλη τη ζωή του, ήρθε και με βρήκε επειδή κοιμόμουνα στη μαύρη γη, κουβαλώντας σανίδες. Τις έστρωσε λέγοντάς μου: «Σύντροφε, θα κρυώσεις το βράδυ». Του απαντώ: «Και τι σε νοιάζει εσένα, σύντροφε;». «Μα αύριο θα είσαι άρρωστος», μου είπε. Και αρχίζει να στρώνει τις σανίδες“.
Επιστρέφοντας από την εξορία ο σκηνοθέτης δεν ξέχασε τον Βέγγο. Τον κάλεσε στο στούντιο που είχε στο Ψυχικό για να εργαστεί.
«Του έδινα ένα δίφραγκο την ημέρα. Για να παίρνει το τραμ. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι ποτέ δεν πήρε το τραμ. Διέσχιζε την Αθήνα με τα πόδια για να μπορεί να δώσει το δίφραγκο στη μητέρα του, στην παράγκα όπου ζούσαν στο Φάληρο».