Το 1998 ο Νίκος Κούρκουλος είχε δώσει συνέντευξη στο ΒΗΜΑ και στον Θ. Λάλα όπου μίλησε για τη ζωή του, για την "εξάρτηση" από τον έρωτα, για τα πρώτα του θεατρικά σκιρτήματα και για την μεγάλη αγάπη και ευγνωμοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του σπουδαίου Μάνου Κατράκη.
Πώς δημιουργήθηκε αυτή η σχέση σας με το θέατρο; Πότε «συναντηθήκατε» για πρώτη φορά με το θέατρο ως τέχνη;
«Εγώ "συναντήθηκα" με το θέατρο διαβάζοντας κάποια βιβλία που έπεσαν τυχαία στα χέρια μου. Δεν είχα πάει ποτέ στο θέατρο ως παιδί. Ούτε οι γονείς μου είχαν πάει, γιατί δεν τους έμενε καιρός από τον αγώνα της επιβίωσης που λέγαμε πριν. Και οι γονείς μας δεν είχαν να επιβιώσουν μόνον αυτοί αλλά να βρουν τρόπο να επιβιώσουμε κι εμείς, τα παιδιά τους τέσσερα αγόρια. Τι να προλάβει να πρωτοκάνει ο πατέρας μου; Να πάει το πρωί να ξυρίσει τον κύριο Σαρίδωνα. Γιατί ο πατέρας μου, πρέπει να σας πω, ήταν ένας σταρ κουρέας, ήταν ο γνωστός Αλκις... Γνωστός σε πάρα πολύ κόσμο και καλό κόσμο, που τον αγαπούσε πολύ. Ξυπνούσε έξι η ώρα το πρωί για να πάει στον κύριο "Χ", ο οποίος ήθελε να τον ξυρίσει στο σπίτι. Προτού ανοίξει το μαγαζί του είχε να κάνει τέσσερα ξυρίσματα και δυο κουρέματα. Τίποτε στη ζωή δεν είναι τυχαίο. Κάποια στιγμή λοιπόν έπεσαν ένα-δυο βιβλία στα χέρια μου και είπα: "Τι είναι αυτό...". Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η αναζήτηση. Στο σχολείο ήμουν μάλλον μέτριος μαθητής, μου άρεσε πάρα πολύ ο αθλητισμός. Ξεκίνησα από κολύμβηση, έκανα μπάσκετ και μετά ποδόσφαιρο. Οταν ήμουν στο γυμνάσιο μπήκα στον Παναθηναϊκό».
Οι επιρροές ή οι επιλογές μας είναι ο πιλότος της ζωής μας;
«Εγώ νομίζω ότι είναι το δεύτερο. Και είναι και κάτι άλλο· πιστεύω ότι η ευκαιρία της ζωής μας μας παρουσιάζεται μόνο μία φορά στη ζωή... και γι' αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι να την πιάσουμε και να την αξιοποιήσουμε, να την κάνουμε κάτι. Μια από τις πρώτες δουλειές που έκανα στο θέατρο ήταν, θυμάμαι, μια τουρνέ, με τη Βεργή. Κάποιοι βέβαια φαντάζονται ότι ξεκίνησα από τον κινηματογράφο. Ακούω συχνά να λένε για μένα: "Είσαι τυχερός εσύ, γιατί μπήκες στον Φίνο και έγινες ό,τι έγινες". Τα πράγματα όμως είναι εντελώς διαφορετικά. Πριν από τη Βεργή είχα δουλέψει με τον Τάκη τον Χορν και την Ελλη Λαμπέτη στην "Κυρία με τις καμέλιες". Η Βεργή με είχε δει εκεί και με φώναξε. Συγκεκριμένα της μίλησαν και ο Χορν και η Λαμπέτη. Μου λέει: "Θέλεις να έρθεις να με βρεις;". Πήγα, τη βρήκα μου έδωσε έναν ελάχιστο ρόλο, στον οποίο πήγαινα απλώς ένα γράμμα και έλεγα την εξής ατάκα: "Το γράμμα σας, κύριε"... Αυτό ήταν όλο και μετά εξαφανιζόμουν. Στις πρόβες άλλες φορές την έλεγα αυτή την ατάκα και άλλες πάλι δεν την έλεγα καθόλου. Οι πρόβες όμως διαρκούσαν πέντε, έξι, εφτά ώρες και εγώ ήμουν συνεχώς εκεί. Είχα μάθει όλο το έργο απ' έξω. Κανείς άλλος δεν ήξερε το έργο απ' έξω τόσο καλά όσο το ήξερα εγώ. Αυτό συνεχίστηκε και στις παραστάσεις πίσω στην κουίντα. Δηλαδή δεν καθόμουν ποτέ μέσα στο καμαρίνι. Πήγαινα στην κουίντα και έβλεπα τους άλλους ηθοποιούς που έπαιζαν τους ρόλους τους. Συνήθως οι ηθοποιοί, όταν δεν είναι στη σκηνή, βολτάρουν στα καμαρίνια ή παίζουν χαρτιά, τέτοια πράγματα. Εγώ ήμουν εκεί και έβλεπα. Ακουσε τώρα τύχη... Κάποια στιγμή ο Ζησιμάτος, που ήταν ο πρωταγωνιστής, παθαίνει γαστρορραγία. Τελειώνει την πρώτη πράξη και πριν αρχίσει η δεύτερη τον παίρνουν στο νοσοκομείο. Εν τω μεταξύ όμως είναι Σάββατο και το θέατρο όχι μόνο είναι γεμάτο αλλά ουσιαστικά είναι η μόνη μέρα που δουλεύει. Το καταλαβαίνεις αυτό; Βγαίνει λοιπόν ο Καρούσσος και λέει: "Ο πρωταγωνιστής μας αρρώστησε. Οσοι θέλετε μπορείτε να εξαργυρώσετε τα εισιτήριά σας. Τον ρόλο θα παίξει ένας νέος ηθοποιός". Τέλος πάντων, να μη σας τα πολυλογώ, εκείνο το βράδυ έπαιξα και τους δύο ρόλους, απλώς τον ρόλο που έβγαινα και έδινα το γράμμα τον έπαιξα φορώντας την περούκα του υπηρέτη (γέλια). Βέβαια κανένας από τον κόσμο δεν σηκώθηκε να φύγει. Πού να πήγαιναν; Αφού η παράσταση βρισκόταν ήδη στη μέση. Ολα αυτά σας τα λέω για αυτή τη διαβολεμένη σύμπτωση, την ευκαιρία που έλεγα προηγουμένως. Αν εγώ δεν ήμουν έτοιμος, δεν ξέρω αν αυτή τη στιγμή θα μιλούσα τώρα σε σένα. Από εκεί και πέρα όλα είναι μια αλυσίδα, η οποία έχει κρίκους. Πρέπει να σας πω πάντως ότι πριν έκανα και άλλες δουλειές. Εχω δουλέψει στου Ελευθερουδάκη το χρυσοχοείο, στη Βιοχρώμ εταιρεία χρωμάτων στου Βελισσαρόπουλου το υφαντουργείο. Και τι δεν έχω κάνει! Εκεί στου Βελισσαρόπουλου δούλευα στον αργαλειό, φτιάχναμε διπλόφαρδα σεντόνια. Μετά πέρασα στο θέατρο και στον κινηματογράφο».
Υπήρχαν άνθρωποι τους οποίους θαυμάζατε στη ζωή σας; Που να πιάνατε τον εαυτό σας τότε να λέει: «Σαν και αυτόν θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω»...
«Αυτός που αγάπησα πολύ ήταν ο Μανώλης ο Κατράκης. Γιατί ήταν και ο άνθρωπος ο οποίος με βοήθησε· δηλαδή μου έδωσε τα πρώτα μαθήματα. Θυμάμαι έπαιζε στο θέατρο "Αθηνά" και πήγα και τον βρήκα όταν πια δεν μπορούσα να αντισταθώ στον έρωτά μου για το θέατρο. Δεν είχα κανέναν άλλο γνωστό να απευθυνθώ και πήγα να μιλήσω σε έναν άνθρωπο που δεν γνώριζα αλλά εκτιμούσα απεριόριστα. Εμαθα ότι έπαιζε στο "Αθηνά" διαβάζοντας από εφημερίδες. Και πήγα και του είπα (τον πέτυχα στο διάλειμμα από τις πρόβες): "Κύριε Κατράκη, με λένε Νίκο Κούρκουλο και θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο". Μου λέει: "Και γιατί ήρθες σε μένα;". Λέω: "Δεν έχω σε κανέναν άλλο να πάω, δεν ξέρω πού να πάω". Με έβαλε λοιπόν, είδα την παράσταση και μετά μου λέει: "Ελα εδώ, ανέβα πάνω". Με ανέβασε στη σκηνή και ήταν η πρώτη φορά που είδα τα καθίσματα από πάνω. Τρελάθηκα. "Πες μου" μου λέει "ένα ποίημα. Ξέρεις;". Μου είπε τέλος πάντων μερικά πράγματα, μου έδωσε μερικά κείμενα και μου είπε: "Πήγαινε, διάβασε μερικά πράγματα και σε καμιά εβδομάδα ξαναέλα". Εγώ την άλλη μέρα ήμουν εκεί. Αρχισε αυτή η διαδικασία, πήγαινα στις πρόβες, γινόταν το διάλειμμα... Αυτός βέβαια δεν έκανε διάλειμμα, παρά με ανέβαζε επάνω και ουσιαστικά με δίδασκε. Στο τέλος ήρθε η μέρα να δώσω εξετάσεις· εγώ τον ρώτησα να δώσω, να μη δώσω... τι να κάνω. Μου λέει "Κοίταξε να δεις, φωνή έχεις, παράστημα έχεις... εντάξει είσαι. Δώσε, είσαι καλός"».
Πηγή: tovima.gr