Φαντάζεσαι να ξεκινάς απ' το σπίτι σου με ό,τι καλό υπάρχει σε συναίσθημα και όταν φτάνεις "στον τόπο δουλειάς" να σε αναγκάζουν να νιώσεις κάτι άλλο. Με τη βία. Παντού συμβαίνει αυτό, όχι μόνο στους "παράδεισους των καλλιτεχνικών δράσεων".
Ας πούμε ο Π. Ξυπνάει, χαμογελάει, πίνει τον καφέ του, κάθεται δέκα λεπτά στο μπαλκόνι κοιτώντας το απέναντι σχολικό προαύλιο που είναι γεμάτο από πιτσιρίκια, παίρνει μιαν ανάσα, ψάχνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου για 2, 5 λεπτά και μετά φεύγει για την πρόβα. Η κίνηση στους δρόμους, η θέση πάρκινγκ που δε θα βρει ποτέ, το πορτοφόλι που ξέχασε σπίτι, το κείμενο που ξέχασε στην άλλη τσάντα και ό,τι άλλο δυσμενές προκύπτει στη διαδρομή δεν είναι αρκετό για να μανουριάσει ο Π. Τίποτα δεν του ταράζει τη γαλήνη. Και γιατί άλλωστε;
Αλλά με το που παρκάρει -διπλοσειρά- το αμαξάκι του και πατάει το πόδι του στο θέατρο, όλα, μα όλα είναι πιθανά.
Δεν της βγαίνει η τάδε σκηνή της Κ. φταίει ο Π και δύο ακόμη. Φωνές, φωνές, ίσως υστερίες. Πάμε πάλι.
Αυτοί που "φταίνε" -απαγορεύεται- να μιλήσουν. Πάμε από την αρχή.
Η ανάσα ξανακόβεται. Αρχίζουν οι παρατηρήσεις: 1, 2, , 3, 4, 5..Τίποτε δεν αρέσει οπότε επειδή φταις για όλη αυτή τη δυσαρέσκεια θα υποστείς γκρίνια καλπάζουσας μορφής. Κάτσε να τ' ακούσεις.
Έρχεται η ώρα της ρημαδοπράξης. Όχι έτσι, κάν' το έτσι, μα τι κάνεις, μα..μα..μα. Πριν προλάβουν καν να δράσουν και να αντιδράσουν.
Καημένε Π.
Είναι κάτι άνθρωποι που είναι προορισμένοι για να δείχνουν δόντια και να εκπέμπουν τις ενέργειες των αρνητικών προσήμων. Καμία άλλη στιγμή της ημέρας δεν τους δίνει η ζωή βήμα για λίγη άρθρωση λόγου.
Κρώζουν, άρα υπάρχουν. Μην τους δίνεις σημασία.