Ο Κάρολος Ντίκενς είναι αναμφισβήτητα από τους πλέον αγαπημένους συγγραφείς
μεγάλων και μικρών. Στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, ο Ντίκενς όχι μόνο περιγράφει με γλαφυρότητα τα ήθη της βικτωριανής εποχής αλλά, με την ακρίβεια και την αποφασιστικότητα του ανατόμου, χαράσσει βαθιές τομές στο κοινωνικό σώμα της εποχής του και φέρνει στην επιφάνεια τις παθογένειες, τις αγκυλώσεις, την κοινωνική αναλγησία, τη φτώχεια και την υποκριτική, απάνθρωπη πτυχή της κρατικής πρόνοιας. Η Ευρώπη του 19ου αιώνα, ωστόσο, δεν απέχει πολύ από την Ευρώπη του 21ου. Οι σύγχρονοι Όλιβερ Τουίστ πολλαπλασιάζονται με ανησυχητικό ρυθμό, όπως και οι σύγχρονοι «προστάτες» τους άλλωστε.
Τιμώντας τα διακόσια χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Άγγλου συγγραφέα (7 Φεβρουαρίου 1812 - 9 Ιουνίου 1870), το Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν ανεβάζει στην παιδική σκηνή του τον αγαπημένο Όλιβερ Τουίστ, σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη. Η σκηνική μεταφορά του μυθιστορήματος, με το πλήθος και την ετερογένεια των προσώπων, τη χρονική έκταση που καλύπτει, το πλήθος των γεγονότων, την εναλλαγή των σκηνών, τις ανατροπές και τις παράλληλες ιστορίες που φωτίζει, αποτελεί πραγματική πρόκληση. Σε αυτήν την πρόκληση η φετινή εκδοχή στο Θέατρο Τέχνης ανταποκρίνεται με τιμιότητα, αλλά και αρκετή αμφιρρέπεια.
Η παράσταση «πατάει» στο κείμενο, ερωτοτροπώντας αρκετά με το μιούζικαλ. Η πολυμελής και ζωντανή ομάδα των ηθοποιών αναλαμβάνει με ειλικρίνεια το δύσκολο εγχείρημα. Η λιτή αισθητική στοχεύει στο να μην μπερδευτεί ο θεατής από περιττά οπτικά ψιμύθια, ώστε να εστιάσει στα προβεβλημένα σημεία της ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο, εξάλλου, η ανάληψη ποικίλων ρόλων από τους ηθοποιούς αποκτά ιδιαίτερη δυναμική, ενώ η διάρθρωση της παράστασης με τη μορφή επεισοδίων βοηθά, θεωρητικά, τους μικρούς θεατές να την παρακολουθήσουν.
Όμως, η αρχική σύλληψη και η φιλότιμη προσπάθεια των ηθοποιών μάλλον αποδομούνται από την τελικά αναποφάσιστη παραστασιακή στρατηγική. Τα γεγονότα διαδέχονται γρήγορα το ένα το άλλο, χωρίς την αναγκαία αφήγηση-«γέφυρα», με αποτέλεσμα η παράσταση να κάνει πατινάζ στην επιφάνεια της ιστορίας. Τον ρόλο της νοηματικής γέφυρας φαίνεται ενίοτε να παίζουν η μουσική (Kalliopi) και τα τραγούδια, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Τούτο συμβαίνει γιατί δεν έχει αποφασιστεί με καθαρότητα η λειτουργία τους (είναι ιντερμέδια, σχόλια, κόμβοι στην υπόθεση;), αλλά ούτε και το μουσικό ύφος τους, οδηγώντας συχνά τους ηθοποιούς σε φωνητικές ολισθήσεις. Στην ίδια κατεύθυνση η αισθητική της παράστασης δεν υποστηρίζεται δυνατά από τις σκηνογραφικές επιλογές. Ειδικότερα, το ημιδιαφανές μαύρο ύφασμα-διαχωριστικό που ηγεμονεύει στον χώρο μπορεί να σκιαγραφεί πολλαπλούς σκηνικούς τόπους, ωστόσο είναι ακατάλληλο για την προβολή των αρκετά καλών ζωγραφισμένων σχολίων (Κ. Ανδρικόπουλος), που μόλις και μετά βίας φαίνονται. Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, τα κοστούμια και τα αξεσουάρ (Κ. Σωτηρίου), υπαινίσσονται τα πρόσωπα, τονίζοντας ενίοτε τις σωματικές τους ιδιαιτερότητες με υφέρπον χιούμορ, επιτελώντας τον ρόλο τους.
Την παράσταση ενισχύουν σημαντικά ο Γιάννης Μίνως και ο Γεράσιμος Σκαφίδας. Ο πρώτος, με μουσική παιδεία, είναι πολύ καλός στον ρόλο του Φέιγκιν, του «προστάτη» των χαμινιών, ενώ ο δεύτερος είναι πολύ καλός στον ρόλο του κοσμήτορα της ενορίας, Μπώωμπλ και του Σάικς. Γενικά, από το σύνολο των ηθοποιών δεν λείπουν το ομαδικό πνεύμα και η ηθική δέσμευση, που μπορούν να εγγυηθούν μια καλή παράσταση. Ας κρατήσουμε αυτό λοιπόν...
Ελευθερία Ράπτου
* Η Ελευθερία Ράπτου είναι θεατρολόγος, ΜΑ Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ.