Μικρές ασπρόμαυρες
φωτογραφίες που όλες τους μαζί συνθέτουν ένα ιδιότυπο μνημείο στο φόντο. Και μπροστά ζωντανεμένες πέντε γυναικείες φιγούρες που είναι εκεί για να δώσουν φωνή στις απλές, αλλά καθόλου απλοϊκές ιστορίες των κοινών ανθρώπων. Να δώσουν ζωή στην προφορική αφήγηση ως και την ντοπιολαλιά της κάθε περιοχής.
Ιστορίες από τον πρώτο πόλεμο, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Δεύτερο πόλεμο, την Κατοχή και τέλος τον Εμφύλιο, ακούγονται τόσο οικείες, έτσι όπως απλά μεταφέρονται. Ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων μας που ξεριζώθηκαν από τις περιοχές τους, που ανταλλάχθηκαν, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν σπίτια και πατρίδες και να στοιβαχτούν σε καράβια προς το άγνωστο. Γυναίκες που έχασαν τους άντρες τους και μάνες που έβλεπαν τα παιδιά τους να πεθαίνουν από την πείνα ή από τον εχθρό.
Πόσο σημαντική στις άγριες μέρες μας αυτή η υπενθύμιση του πρόσφατου παρελθόντος. «Είμαστε όλοι μετανάστες» μοιάζει να συμπεραίνει αυτή η παράσταση-χειρονομία που γλυκαίνει μέσα από τα τραγούδια της. Η λιτή σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου καταφέρνει να κρατά πολύ λεπτές ισορροπίες. Δεν ρέπει ούτε για μια στιγμή στην εύκολη συγκίνηση και αποφεύγει κάθε στοιχείο κακώς νοούμενου λαϊκισμού. Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετική. Μιας και η πρώτη ύλη της, οι ιστορίες της, δηλαδή, είναι γνήσιες. Κι αυτό σημαίνει πως είναι απαλλαγμένες από κάθε κούφιο ηρωισμό ή κούφιο πόνο. Είναι πανίσχυρες μέσα στην ταπεινότητά τους. Επικοινωνούν άμεσα με τον Όμηρο και υπογείως με την τραγωδία. Εν τέλει όμως είναι αυτό που είναι.
«Στον τόπο μας αναπτύχθηκε η αφηγηματική μας διάθεση και άσκηση από τα πολλά που έχουμε πάθει» συμπεραίνει στις σημειώσεις της η Έλλη Παπαδημητρίου.
Κι αυτό ήταν που συλλογιζόμασταν από τις θέσεις του θεάτρου παρακολουθώντας μια Λυδία Κονιόρδου πάντοτε εξαιρετική σε ό,τι αναλαμβάνει. Μια Ελένη Ουζουνίδου με σχεδόν βιωματική αφηγηματικότητα και σπάνια δουλεμένη προφορικότητα. Μια Ελένη Κοκκίδου γνήσια και σχεδόν αναγνωρίσιμη. Μια Τάνια Παλαιολόγου ουσιαστική μέσα στην απλότητά της. Και τέλος, μια Μαρία Κατσανδρή δωρική η οποία καταφέρνει να συμπυκνώσει όλο τον πόνο και την ιδιοσυγκρασία της μικρασιάτισσας που χορεύει επί σκηνής «Δεν είμαι εγώ που χορεύω τώρα. Ο γιος μου είναι».
Η παράσταση θα ταξιδέψει σε πολλά μέρη ανά την Ελλάδα. Αναζητήστε την για το σπάνιο και ακριβό της περιεχόμενο, αλλά και για το λυτρωτικό συναίσθημα της κάθαρσης που θα σας προσφέρει.
ΠΗΓΗ: tospirto