"Παρακαλούμε κρατάτε τα εισιτήριά σας στο χέρι", προέτρεπε το κοινό ένας ταξιθέτης στην είσοδο του Κτηρίου Α της Πειραιώς 260, όπου ο Δημήτρης Παπαϊωάννου θα παρουσίαζε την "Πρώτη Ύλη" του. Κι αυτό γιατί ο Παπαϊωάννου στέκεται στην είσοδο της αίθουσας, προκειμένου να θεωρεί ο ίδιος, ένα προς ένα, τα εισιτήριά μας.
Να είναι μια απόπειρα "επαναγνωριμίας" με το κοινό, καλλιτεχνικής ταπεινοφροσύνης; Σίγουρα πάντως είναι μια χειρονομία που αποτελεί οργανικό μέρος της παράστασης - εξάλλου η "Πρώτη Ύλη" είναι ένα έργο που αναζητά την ταυτότητα της μονάδας-ανθρώπου, αλλά και τη σχέση μεταξύ εννοιολογικών ζευγών, όπως παρελθόν-παρόν, δημιουργός-δημιούργημα ή ακόμα και καλλιτέχνης-κοινό. Ένα έργο-"must", που επαναλαμβάνεται στο Φεστιβάλ Αθηνών (ως τις 14 Ιουλίου), προς ικανοποίηση όσων δεν κατάφεραν να βρουν θέση στις λίγες περσινές παραστάσεις του.
Η "Πρώτη Ύλη" δεν περιλαμβάνει πολλά "κεφάλαια" και περιγραφές. Ωστόσο εξελίσσεται γραμμικά, και δίνει "καθαρές" δυνατότητες ερμηνείας και νοηματοδότησης. Ξεκινά με τους αργούς και σταθερούς βηματισμούς του Δημήτρη Παπαϊωάννου, που κουβαλά έναν κάδο, βγάζοντας από μέσα του κομμάτια πηλού και ρίχνοντάς τα μπροστά του για να κάνει άλλο ένα βήμα, μέχρι να καταπιαστεί με το έτερο ζωντανό σκηνικό στοιχείο, όπως ενσαρκώνεται από τον χορευτή Μιχάλη Θεοφάνους.
Στην "Πρώτη Ύλη", λοιπόν, βλέπουμε να εκτυλίσσεται μια σωματική συνδιαλλαγή μεταξύ δύο performers, που άλλοτε έχει τον χαρακτήρα αμφίρροπης μονομαχίας, άλλοτε επιβολής-υποταγής και άλλοτε αλληλοσυμπλήρωσης. Όλα αυτά εκφράζονται κινητικά με περιπτύξεις, με τις οποίες οι δύο χορευτές προσπαθούν να εισβάλουν στον "ζωτικό χώρο" του άλλου και να υπερκεράσουν τα εμπόδια που εγείρει το έτερο σώμα. Σκηνικά και χορογραφικά, πρόκειται για μία επίμονη μελέτη των παραλλαγών αυτού του μοτίβου, με κύρια βοηθήματα για τους σωματικούς σχηματισμούς, ένα τελάρο, ένα τραπέζι και ένα τεντωμένο μαύρο πανί. Η επανάληψη αποτελεί παράλληλα και μια πρόσκληση που απευθύνεται στο κοινό, προκειμένου μέσα από την απαραίτητη αυτή χρονική απαίτηση, να ενσωματώσει συναισθηματικά την "περιπέτεια" των χαρακτήρων. Και πράγματι, το κοινό -τουλάχιστον στην παράσταση στην οποία παρευρέθηκα- παρακολουθεί με ευλάβεια, παρά την όποια κούραση μπορεί να προκύπτει από την οπτική επανάληψη και τα ερωτηματικά που αναδύονται για την ουσία του έργου.
Ο Παπαϊωάννου με το μαύρο κοστούμι του και ο ολόγυμνος Μιχάλης Θεοφάνους, περιβαλλόμενοι από τους τραχείς τοίχους, θυμίζουν τις χρωματικές παλέτες του Τσαρούχη και άλλων γνωστών νεοελλήνων ζωγράφων. Μια εικόνα "ξηρή", που φτάνει σε εμάς έχοντας περάσει -λες- από διαδοχικές επεξεργασίες και κακουχίες (όπως υποδηλώνουν και οι -σαν πριόνισμα- ήχοι που μιμείται ο Θεοφάνους), αλλά την οποία δεν χαρακτηρίζεις "ψυχρή" ή "άγονη" - κάπως σαν το ελληνικό τοπίο, με τον ορεινό του χαρακτήρα και τους ξερότοπους, από τους οποίους όμως η δημιουργία ξεπηδά απρόσμενα ή εφευρίσκεται.
Δύσκολα ο Έλληνας θεατής δεν θα συσχετίσει το συγκεκριμένο θέαμα και με τη χώρα του, την ιστορία της και τις προκλήσεις που αυτή καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα. Είναι πολύ χαρακτηριστική η σκηνή κατά την οποία ο "επεξεργαστής" Παπαϊωάννου δοκιμάζει διάφορες εκδοχές μορφοποίησης της Ύλης του, του "Κούρου" Θεοφάνους: του "κόβει" ένα πόδι, ένα κεφάλι, ένα χέρι, και τον παρουσιάζει στους Άλλους όπως θέλει, ή όπως ίσως εκείνοι θα επιθυμούσαν, για να αποσπάσει την επιδοκιμασία τους, που αναπαριστάται με τον ήχο χειροκροτημάτων από ένα ραδιοφωνάκι. Αλλά και η παρουσία ενός μικροφώνου, μέσω του οποίου ο Παπαϊωάννου εξωτερικεύει την εσωτερική του "τρικυμία" στη γέννηση της Ιδέας, μιμούμενος ήχους έκρηξης, και το οποίο αλλάζει χέρια μεταξύ των δύο συντελεστών, έχει τη δική της σημασία: και οι δύο έχουν "φωνή", έχουν κάτι να πουν, ένα ειδικό βάρος, μια σημασία.
Κάποια στιγμή επέρχεται η πτώση: αφού οι δύο performers που "κουβαλούν" στις πλάτες τους τέτοιες έννοιες "βασανιστούν" έτσι αρκετά στη σκηνή, ο ένας -ο Παπαϊωάννου- έχοντας υποβάλει το αντικείμενό του σε διάφορες μεταλλάξεις, έρχεται σε αδιέξοδο. Πέφτει κάτω από το υπερυψωμένο μέρος της σκηνής, παρά την προσπάθεια του δημιουργήματός του να τον συγκρατήσει, και συντρίβεται. Τώρα πρέπει να επανεξετάσει τα μέσα που διαθέτει, να ξεπλυθεί και να ξεπλύνει ό,τι περιττό και ξένο (σκηνικά αυτό παίρνει και κυριολεκτική διάσταση, και γι' αυτό χρησιμοποιείται ένα λάστιχο), να κοιτάξει τις παραμέτρους γύρω του ως ίσος προς ίσο, να αποδεχθεί το γεγονός ότι ο αυτοπροσδιορισμός περνά μέσα από παράγοντες που δεν εντάσσονται αποκλειστικά στο "Εδώ και Τώρα" και να ξαναβρεί τον εαυτό του. Προσφέροντας ένα μέρος από το Σώμα του, τα πόδια του, για να στηριχτεί το "ακρωτηριασμένο" alter ego του, που είναι συγχρόνως και πρόγονος και δημιούργημα, θα συνεχίσει να προχωρά και ο ίδιος και αυτό. Η πάλη τους παίρνει τέλος και παρόλο που το βάδισμά τους δεν είναι σταθερό, μαζί συνθέτουν ένα Όλον: την ταυτότητά τους.
Αυτό που τελικά μένει πέρα από τον στενό σχολιασμό της "Πρώτης Ύλης", είναι η ικανοποίηση από το αίσθημα επιβεβαίωσης ότι στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα καλλιτέχνες σαν τον Παπαϊωάννου που παράγουν τέχνη, έργο που έχει να επιδείξει κάτι πρωτότυπο κάθε φορά αλλά πιστό σε ένα προσωπικό καλλιτεχνικό στυλ, χωρίς μιμητισμούς και ξενομανία αλλά με διεθνείς προδιαγραφές, με βάθος αλλά όχι διανοουμενίστικο σε σημείο που να είναι νοηματικά προσβάσιμο μόνο από κάποια ελίτ, ενδιαφέρον ακόμα και για όσους δεν το βρίσκουν πάντα ωραίο, ακόμα και όταν βρίσκουν σε αυτό πράγματα που τους ενοχλούν. Και αυτή η διαπίστωση έχει τρομερή σημασία και προστιθέμενη αξία για τον ψυχισμό του απλού θεατή που αποζητά σταθερά σημεία αναφοράς όσον αφορά στην εθνική καλλιτεχνική μας εκπροσώπηση.
Και κάτι τελευταίο: Με όσα είχαμε ακούσει για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει και το Φεστιβάλ Αθηνών, δεν περιμέναμε να υπάρχει φέτος το καθιερωμένο "πουλμανάκι" μετά τις παραστάσεις για την εξυπηρέτηση του κόσμου ως το κέντρο. Τελικά υπάρχει και φέτος, με τον χαμογελαστό οδηγό που θυμάμαι από πέρυσι. Αντέχουμε λοιπόν και χαμογελάμε...
ΠΗΓΗ: monopoli.gr