Οι καρέκλες του φουαγιέ έχουν γίνει ένα με το σώμα της πλατείας. Η νέα παράσταση του θεάτρου «Εμπορικόν», «Η εκδοχή του Μπράουνινγκ» του Τέρενς Ράττιγκαν είναι κι απόψε sold out - όπως και όλα τα προηγούμενα βράδια, από την πρώτη στιγμή που έκανε πρεμιέρα.
Κανένας από τους θεατές που περιμένουν υπομονετικά στην ουρά της εισόδου δεν φαίνεται να πτοήθηκε από το άπαιχτο – συνεπώς και άγνωστο - στην Ελλάδα μεταπολεμικό κείμενο του συγγραφέα που παίζεται εδώ και τρεις εβδομάδες στη σκηνή του Ψυρρή. Κάτι που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο το θρίαμβο της ομάδας Καταλειφού – Σκότη. Γιατί ναι, αν και μέσα από ένα φαινομενικά χαμηλότονο έργο, υπόγειας έντασης, μπορούμε να μιλάμε για μια παράσταση τόσο καλοδουλεμένη που προκαλεί εσωτερικούς πανηγυρισμούς – ή και φανερούς, βάσει των θερμών χειροκροτημάτων που βάζουν τον επίλογό της.
Ο Ράττιγκαν καταγράφει με πάσα λεπτομέρεια 90 λεπτά πραγματικού χρόνου από την ημέρα ενός μεσόκοπου φιλόλογου που διδάσκει σε βρετανικό κολέγιο. Δεν είναι βέβαια, μια συνηθισμένη μέρα για τον Αντριου Κρόκετ Χάρις ο οποίος παραιτείται, (εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας) από τη θέση του ύστερα από μια 20ετία διδασκαλίας, κατά την οποία κέρδισε τον διόλου κολακευτικό τίτλο του «Χίμλερ της Γ΄ Γυμνασίου», αλλά κι ένα συγκινητικό αποχαιρετιστήριο δώρο από ένα μαθητή του. Γύρω από τον κεντρικό ήρωα αναπτύσσεται ένας κύκλος προσώπων: η άπιστη γυναίκα του, παλιοί και νέοι συνάδελφοι, προϊστάμενοι και μαθητές του.
Αυτή η, εκ πρώτης όψεως, απλή ιστορία – ή ακόμα κι ένα απόσπασμα απλής ιστορίας – προκύπτει στα ίδια 90 λεπτά ως μια ανέλπιστη διαδρομή συνειδητοποίησης. Μια κραυγή που καλεί απελπισμένα για αγάπη, προσοχή, ειλικρίνεια, αλήθεια, αναγνώριση, ένας ολοκληρωμένος κύκλος ζωής, δηλαδή.
Αυτή η απλή ιστορία παραδίδεται στους θεατές της με δεξιοτεχνική φυσικότητα που τους απορροφά από τα πρώτα κιόλας λεπτά της παράστασης. Η Ελένη Σκότη, προφανώς στο (νατουραλιστικό) στοιχείο της, ωριμάζει τη συνεργασία της με τον Δημήτρη Καταλειφό (ύστερα από τη θαυμάσια «Ολεάννα») και δίνει ίσως την καλύτερη σκηνοθεσία της μετά το «Ροτβάιλερ»: εύρυθμη, ένα αληθινό κέντημα, που δεν φαλτσάρει ούτε στιγμή ανάμεσα στο φλεγματικό, σαρκαστικό χιούμορ και το τραγικό στοιχείο• μια σκηνοθεσία που επενδύει επίμονα στις λεπτές αποχρώσεις και δικαιώνεται.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, πειθαρχεί και ο Δημήτρης Καταλειφός σε μια ακόμα σπουδαία ερμηνεία. Αποδίδει με μαεστρία τον ιδιόρρυθμο καθηγητή που «δεν έχει αισθήματα, είναι στεγνός», που θεωρεί το κλάμα «ένδειξη αδυναμίας και ανοησία» και που έχει «θλιβερή άγνοια ως προς τα γεγονότα της ζωής». Στο πρόσωπο του Καταλειφού αναγνωρίζουμε ένα αδιαπραγμάτευτο, πολύ υψηλό επίπεδο υποκριτικής, που αναγκάζει τον θεατή του να παρατηρήσει την παραμικρή λεπτομέρεια στο παίξιμό του: από τους μορφασμούς και τις συσπάσεις στο πρόσωπό του, το ελαφρύ σκύψιμο τους ώμους του, τις σιωπές, ακόμα και τον τρόπο που κοιτάζει το ρολόι του.
Είναι δύσκολο να συνυπάρξεις με μια τέτοια επιβλητική παρουσία στη σκηνή κι όμως, η υπόλοιπη εξαμελής ομάδα αποδίδει σε απόλυτη αρμονία. Η Μαρία Καλλιμάνη ως κυνική και άκαρδη σύζυγος Κρόκερ Χάρις, ο γειωμένος και ψύχραιμος καθηγητής Χάντερ του Άγη Εμμανουήλ, ο βετεράνος Βύρωνας Σεραϊδάρης στο ρόλο του ισορροπιστή διευθυντή, ακόμα και οι μικρότεροι ρόλοι των Λουκίας Μιχαλοπούλου και Αλέξανδρου Μαυρόπουλου που προλαβαίνουν να δώσουν σε λίγα λεπτά το στίγμα των ηρώων τους. Ευχάριστη, ομολογουμένως, έκπληξη και ο Κυριάκος Ψυχαλής που (αν και δευτεροετής φοιτητής δραματικής σχολής) αντιμετωπίζει με γενναιότητα τον ρόλο του μαθητή-καταλύτη στη ζωή του Κρόκετ Χάρις.
Για τους θεατές που δεν θα απορροφηθούν πλήρως από τις ερμηνείες των ηθοποιών, υπάρχει κι ένας ακόμα πρωταγωνιστής: η πρωτότυπη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου.
Στέλλα Xαραμή