Διαβάσαμε την ενδιαφέρουσα κριτική της Ελένης Πετάση στο clickatlife.gr για την παράσταση "Αβελάρδος και Ελοΐζα" που παρουσιάστηκε, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και εστιάζει στις σκηνοθετικές ατέλειες που "στοίχισαν" στο έργο αλλά και την "σωτήρια" ως ένα βαθμό, ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου.
«Το κλειδί της σοφίας είναι να αναρωτιέσαι συνεχώς. Γιατί με το να αμφιβάλλουμε οδηγούμαστε στην ερώτηση και με το να αναρωτιόμαστε φτάνουμε στην αλήθεια»: Πέτρος Αβελάρδος.
Η αληθινή ιστορία ενός απόλυτου αλλά απαγορευμένου έρωτα στα χρόνια του μεσαιωνικού συσκοτισμού και 500 χρόνια πριν από εκείνην του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας ζωντάνεψε, στην Πειραιώς 260, μέσα από την παράσταση του Γιάννη Καλαβριανού. Ο 40χρονος Αβελάρδος (1079-1142), Γάλλος θεολόγος και φιλόσοφος, ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους-στοχαστές του μεσαίωνα και η μαθήτριά του Ελοΐζα (1100-1164), ανιψιά του εκκλησιαστικού αξιωματούχου Φιλμπέρ, μια δεκαεξάχρονη κοπέλα, ιδιαίτερα μορφωμένη, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας τους συνδέθηκαν με έναν παράφορο έρωτα που τους οδήγησε στο χάος.
Συγκεκριμένα, η Ελοΐζα θα μείνει έγκυος προκαλώντας σκάνδαλο, θα γεννήσει κρυφά στη Βρετάνη ένα αγόρι, τον Αστρολάβο, και όταν κλειστεί σε μοναστήρι και αρνηθεί να δημοσιοποιήσει το μυστικό τους γάμο, για να μην καταστρέψει την πνευματική ζωή του αγαπημένου της, ο θείος της, θεωρώντας ότι τον έχουν εξαπατήσει, θα τιμωρήσει τον Αβελάρδο οργανώνοντας τον ευνουχισμό του.
Το ζευγάρι έκτοτε θα ακολουθήσει το μοναστικό βίο με μοναδικό μέσο επικοινωνίας μια σπαρακτική αλληλογραφία. Εκείνος θα αφοσιωθεί στις μελέτες του - γράφει την πρώτη του γραμματεία περί θεολογίας δημιουργώντας εχθρούς στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, σε τέτοιο σημείο ώστε να θεωρηθεί επικίνδυνος αιρετικός και να ριχτούν τα βιβλία του στην πυρά. Εκείνη ζει μέχρι το τέλος αφοσιωμένη στον έρωτά της. Μόνο που η παράκλησή της να ταφεί δίπλα στον αγαπημένο της δεν εισακούστηκε.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, η Ιωσηφίνα Βοναπάρτη, συγκινημένη από την τραγική τους ιστορία, αποφάσισε 700 χρόνια μετά το θάνατό τους να μεταφερθούν τα οστά τους στο κοιμητήριο του Pere Lachaise στο Παρίσι και να θαφτούν μαζί.
Έχοντας ένα τέτοιο συνταρακτικό υλικό στα χέρια του, ο Γιάννης Καλαβριανός δεν κατόρθωσε να φτιάξει μια παράσταση ισάξιά του. Με ανέμπνευστη περιγραφικότητα, αφηγηματικό ύφος παλαιάς κοπής και πολλά απλοϊκά στοιχεία φιλοσοφικής ανάλυσης στο κείμενό του, παρέθεσε τα γεγονότα διανθίζοντάς τα με κάποια ενδιαφέροντα πένθιμα οπερατικά σημεία (σύνθεση Αγγελος Τριανταφύλλου).
Ο Χορός των ερασιτεχνών χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για εικαστικούς λόγους, αλλά δεν λειτούργησε πιο ουσιαστικά και «χάθηκε» μέσα στην απεραντοσύνη της σκηνής, ενώ τα ηχητικά προβλήματα δυσκόλεψαν την καθαρή πρόσληψη του λόγου των ηθοποιών. Έμπειρη η πληθωρική Ελένη Κοκκίδου, υπερασπίστηκε με σθένος τους διαφορετικούς ρόλους της, ενώ η Χριστίνα Μαξούρη και ο Γιώργος Γλάστρας ερμήνευσαν ικανοποιητικά το θρυλικό ζευγάρι, δίνοντας όμως έμφαση -σύμφωνα με τη σκηνοθεσία- στο αφηγηματικό κομμάτι της δραματουργίας και όχι στο αισθηματικό παραλήρημα των ηρώων.
Το λιτό, σημειολογικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη και το συμπαθές «ρομαντικό» βίντεο του Στάθη Μήτσιου, δεν κατόρθωσαν να αναπληρώσουν τις αδυναμίες της σκηνοθεσίας.