Είμαστε μια χώρα με ανύπαρκτη παράδοση στο μιούζικαλ.
Μας χωρίζουν χιλιάδες...σκηνικά χιλιόμετρα απ΄τη Μ.Βρετανία που απολαμβάνει δεκαετίες, χωρίς διακυμάνσεις, σημαντικά έσοδα από την κερδοφόρα βιομηχανία του. Όταν ο θεατρικός επιχειρηματίας Βαγγέλης Λειβαδάς έφερνε, μαζί με τη συμβία του Σμαρούλα Γιούλη, «ημι-επισήμως» το είδος στην Ελλάδα έκανε -και το ήξερε- επανάσταση στα ελληνικά παραστασιολογικά ήθη.
Άλλαξε κάτι στο μεσοδιάστημα; Ποτέ. Έως και σήμερα, μετά από δεκαετίες, το μιούζικαλ είναι κομήτης για την ελληνική σκηνή. Ένα είδος με άτακτες αναλαμπές, είτε μεταμορφωνόταν για χάρη του σε Εβίτα Περόν η Αλίκη Βουγιουκλάκη είτε σκαρφάλωνε στη Στέγη ως βιολιστής ο Γρηγόρης Βαλτινός. Ποτέ δεν αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό και συγχρόνως ποτέ κανείς δεν θέλησε να το υπηρετήσει με συνέπεια.
Μια παρένθεση, μια άσκηση ήταν και παραμένει στα βιογραφικά των πρωταγωνιστών μας. Δεν ταιριάζει στα ελληνικά «χνώτα». Παρ'όλα αυτά το φημισμένο «Σικάγο» των Φρεντ Εντ και Μπομπ Φόσε, που ανεβαίνει φέτος στο Παλλάς απ' την Ελληνική Θεαμάτων σε μια, δεδομένης της ελληνικής μικροκλίμακας, υπερπαραγωγή, δεν είναι ακριβώς ρίσκο.
Είναι ένα από τα γνωστότερα μιούζικαλ όλων των εποχών, με 936 παραστάσεις μόνο στο Broadway. Το συνοδεύει επιπλέον ο μύθος των 6 Οσκαρ απ' την πετυχημένη all star μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, με τη υπογραφή του Ρομπ Μάρσαλ.
Στα ελληνικά ημίμετρα, η κατάσταση οριακά διασώζεται. Μπορεί η αισθητική της παράστασης να είναι μπανάλ, ο ορισμός του «φτερά και πούπουλα» (μια αισθητική που λατρεύει η ΕΛΘΕΑ, εδώ με την υπογραφή στα σκηνικά των Γιώργου Γαβαλά και Γιάννη Μουρίκη και στα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη). Και μπορεί ο μέσος όρος των ηθοποιών να μην είναι ακριβώς εκπαιδευμένος σε χορό και τραγούδι.
Αλλά δεν προδίδονται επ' ακριβώς ούτε η πρόζα ,ούτε η μουσική ούτε οι χορογραφίες (μολονότι είναι εξαιρετικά αναμενόμενος, κοπιάροντας τη χορογραφία του αρχετύπου, ο Φωκάς Ευαγγελινός).
Στην παράσταση ωστόσο που έστησε ο Σταμάτης Φασουλής με μαεστρία, δεν λείπουν τα φάλτσα -κυρίως από την Σμαράγδα Καρύδη, που
πραγματοποιεί συνολικότερα άθλο, κόντρα στις περιορισμένες δυνάμεις της. Η αρκετά ικανότερη και ήδη δοκιμασμένη στο είδος της επιθεώρησης Τάνια Τρύπη δεν είναι ηθοποιός των ημιτονίων. Είναι ικανοποιητική όμως στην αδρή απόδοση της δολοφόνου Βέλμα Κέλι, όπως είναι κι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ως κυνικός δικηγόρος Μπίλι Φλιν.
Επίσης, αυτάρεσκα ικανός στο τραγούδι, στο χορό και στον αυτοσαρκασμό. Η τραγουδίστρια Μαρινέλλα, ως άφυλος δεσμοφύλακας Μάμα Μόρτον, έχει σκηνικό βάρος κι η εκφορά του λόγου της γίνεται αβίαστα.
Ξέρει να ρίχνει τις ατάκες με άνεση, αλλά το κάνει υπερβάλλοντας στον τονισμό τους. Η υπερβολή εκλείπει και τα πράγματα έρχονται στη...θέση τους, μόνο όταν τραγουδάει.
Η ελληνική εκδοχή του «Σικάγο» είναι μια έντιμη προσπάθεια (όσο μπορεί ο καθείς!), αλλά με μικρό εκτόπισμα. Φλερτάρει ή, αν θέλετε, κοπιάρει την κινηματογραφική επιτυχία, παρ 'όλα αυτά παραμένει ένα αναιμικό κακέκτυπό της. Ταυτόχρονα, είναι μια παράσταση που έρχεται σε απόλυτη έως και προκλητική αντίστιξη, αν όχι αντιπαράθεση, με αυτό που συμβαίνει έξω απ' την τζαμαρία του Παλλάς.
Ενώ οι ηθοποιοί βυθίζονται ηδυπαθώς -και παρασύρουν και το κοινό- στην αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι, απ' έξω άνθρωποι γίνονται ένα με τα σκουπίδια, στην αναζήτηση τροφής.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ